Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ίσκη

См. также в других словарях:

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

  • κομίσκη — κομίσκη, δωρ. τ. κομίσκα, ἡ (Α) υποκορ. τού κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμη + υποκορ. κατάλ. ίσκη, θηλ. τού ίσκος (πρβλ. παιδ ίσκη, παρθεν ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • κοτυλίσκη — κοτυλίσκη, ἡ (Α) ο κοτυλίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παδ ίσκη, φιαλ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • κυλίσκη — κυλίσκη, ἡ (Α) μικρή κύλικα, κυπελλάκι, ποτηράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλ ιξ + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. στεφαν ίσκη, χυτρ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • κυνίσκη — κυνίσκη, ἡ (Α) μικρή σκύλα, σκυλίτσα («Ἄρτεμις καλὰ τὰς κυνίσκας ἔχουσ ἐλθέτω», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. λεκαν ίσκη, παιδ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • φοινίσκη — ἡ, Α 1. υποκορ. φοίνικας μικρών διαστάσεων 2. η άμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη), μέσω αμάρτυρου τ. *φοινικ ίσκη με απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • χυτρίσκη — ἡ, Α μικρή χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη, φιαλ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • λεπιδίσκη — λεπιδίσκη, ἡ (Α) υποκορ. τού λεπίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • παιδίσκη — η (ΑΜ παιδίσκη) 1. νεαρή κόρη, κοράσιο, κορίτσι, παιδούλα 2. υπηρέτρια («τύπτειν τοὺς παῑδας καὶ τὰς παιδίσκας», ΚΔ) αρχ. 1. νεαρή δούλη, σκλάβα («ἐκεῑθεν δὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται», Λυσ.) 2. πόρνη («αἱ δημόσιαι παιδίσκαι», Αθήν) 3.… …   Dictionary of Greek

  • πεδίσκη — ἡ, Α υποκορ. τού πέδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη + υποκορ. κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

  • ρυμίσκη — ἡ, Μ υποκορ. τού ρύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + υποκορ. κατάλ. ίσκη, θηλ. τής κατάλ. ίσκος* (πρβλ. παιδ ίσκη)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»