Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

δᾱλ-

См. также в других словарях:

  • del-3 (dol-), delǝ- —     del 3 (dol ), delǝ     English meaning: to split, divide     Deutsche Übersetzung: ‘spalten, schnitzen, kunstvoll behauen”     Material: O.Ind. dü̆ la yati ‘splits, makes break, crack”, dálati “cracks” (meaning influenced by phálati “ broken …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ДАЛИЛА — Делила [греч. Δαλ(ε)ιλα, евр. delîlâh, возможно, «ниспадающие волосы», «кудри»; другие попытки объяснения от арабского dalla, «соблазнять», «кокетничать»; Д. укороченное теофорное имя, сходное с аккадским Daill Ishtar, «слава (краса, великолепие) …   Энциклопедия мифологии

  • δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

  • δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… …   Dictionary of Greek

  • μοιμύλλω — και μοιμυλλῶ, άω (Α) 1. μοιμυώ* 2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι (< *μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή τού λ σε ι , πρβλ. δαι δάλλω < *δαλ δάλλω)] …   Dictionary of Greek

  • φρενοδαλής — ές, Α αυτός που προκαλεί βλάβη στις φρένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + δᾰλής (< δηλέομαι «βλάπτω»). Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο βραχύ α (αντί τού αναμενόμενου ᾱ / η ), το οποίο απαντά και σε άλλους συγγενείς τ., πρβλ. παν δάλ ητος, δάλλει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»