-
1 ἀλλοῖος
1 of different kinds always with another ἀλλο-word.ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι O. 7.95
ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.50
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.5
ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει keep different moods for different times fr. 43. 5. frag. ἄλλο[τε δἀλ]λοῖαι περι[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 7. -
2 ἀνά
1 of placea in, throughoutἀν' Ἑλλάδα P. 2.60
δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δωδεκαδρομον, -ων codd.) P. 5.33τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52
Ποσειδάνιον ἂν τέμενος N. 6.41
δάπεδον ἂν τόδε N. 7.83
οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12
ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ γαῖαν ἀνὰ σφετέραν I. 2.27
εὐανθἔ ἀπέπνευσας ἁλικίαν προμάχων ἀν' ὅμιλον I. 7.35
Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (Hermann: ἀνάπος codex) I. 8.63 [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον Pae. 2.97
[ἂν Ζεάθου πόλιν (coni. Wil.: καὶ Ζ. Π.) Πα...] ἂν δὲ Ῥόδον κατῴκισθεν fr. 119. 1.b upon, alongεἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν I. 5.23
ἐλαύνεις ἀν' ἀμβροτ[ Pae. 3.16
]ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ (Π̆{5}: ἂν Π̆.) Πα.. 12. ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (sc. κύων.) *fr. 107a. 4* πρῶτον μὲν Ἀλκμήνας σὺν υἱῷ Τρώιον ἂμ πεδίον ἦλθεν fr. 172. 4.c dub. ἢ πόντου κενέωσιν λτ;γτ; ἂμ πέδον (Hermann: ἀλλὰ codd. Dion. Hal.) Pae. 9.162 of time, in the course of, duringὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν O. 9.85
ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς (ἂν = κε Σ cum ἔκρινας coniunxit) N. 9.35 B prep. c. dat., uponχρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις O. 1.41
ἀν' ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
ἀν' ἵπποισι δὲ τέτρασιν O. 10.69
ἀνὰ βωμῷ θεᾶς O. 13.75
εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός P. 1.6
ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ προτροπάδαν Πελίας ἵκετο P. 4.94
θοαῖς ἂν ναυσὶ N. 7.29
ἐπικράνοισι γὰρ ἂν κιόνων fr. 6b. d. ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7. ἀλ]λοτρίαις ἀν' ἵπποις Πα. 7B. 12. C in tmesis ἀνὰ δ' ἔπαλτ v.ἀναπάλλω O. 13.71
ἂν δ' εὐθὺς ἁρπάξαις v.ἀναρπάζω P. 4.34
ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε v. ἀνασχίζω ( ἀναβωλακίας iunctim codd.) P. 4.228 ἀνὰ δ' ἱστία τεῖνον v.ἀνατείνω N. 5.51
ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν v.ἀνόρνυμι N. 9.8
ἀνὰ δ' ἔλυσεν v.ἀναλύω N. 10.90
ἀνὰ δ' ἄγαγον (Er. Schmid: ἀν δ codd.) v.ἀνάγω I. 6.62
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε v.ἀναείρω Pae. 20.10
-
3 Δάλιος
1 of, from Delos epith. of Apollo.ὑπέδεκτο δ' ἀργυρόπεζ Ἀφροδίτα Δάλιον ξεῖνον P. 9.10
ἰήιε Δάλἰ Ἄπολλον Πα.. 1, 1, 3,. ]Δαλ[ Pae. 5.17
]Δαλιο[ P. Oxy. 841. fr. 47. -
4 Δᾶλος
Δᾱλος originally Asteria, or Ortygia, a floating island, where Leto bore Apollo and Artemis.1τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν O. 6.59
Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε P. 1.39
Ὀρτυγία, δέμνιον Ἀρτέμιδος, Δάλου κασιγνήτα (v. Ἄρτεμις) N. 1.4 μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι Δᾶλος ἐν ᾇ κέχυμαι sc. if I postpone the paean to Apollo already commissioned I. 1.4 χαῖῤ, ὦ θεοδμάτα πόντου θύγατερ, χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 5. ]καλέοντι μολπαὶ [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον (coni. Housman, alii alia)Πα. 2.. ]Δᾶλον ἀγακλέα[ Pae. 4.12
ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον, ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες. Σ.) Πα... ἀρχαγέτᾳ τε Δάλου πίθετο fr. 140a. 58 (32). Δᾶλον ἀμφιρύταν. ?fr. 350. -
5 εὔοδμος
εὔοδμος, -ον1 sweet smelling [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον (supp. Housman) Πα. 2.. εὔοδμον ἐπάγοισιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα fr. 75. 15. -
6 καλέω
κᾰλέω (καλεῖ, -έομεν, -έοισι(ν), -έοντι; καλέων; καλεῖν: impf. ἐκάλει: aor. ἐκάλες(ς)ε; καλέσαι: med. & pass. καλέονται, καλεῖσθαι: aor. καλέσαντο: pf. κε̆κληνται; κεκλημένον.)a name, call c. acc. dupl. c. acc. & inf. pend., c. acc., c. gen.τὸ καὶ κατεφάμιξεν καλεῖσθαί μιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον O. 6.56
κέκληνται δέ σφιν ἕδραι are called after them O. 7.76 μάτρωος δ' ἐκάλεσσέμιν ἰσώνυμον ἔμμεν O. 9.63
ἤ τινα Λατοίδα κεκλημένον ἢ πατέρος (i. e. someone called after Apollo or the father, = ? someone like Asklepios or Apollo; interpr. dub., cf. Wil. on Eur. Her., 31) P. 3.67 “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” P. 9.65ἀμφ' ἀκταῖς Ἑλώρου ἔνθ Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41
γαῖαν, τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27
καλέοντί μιν (= Δᾶλον) Ὀρτυγίαν ναῦται πάλαι Πα. 7B. 48. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν fr. 75. 10. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι (Boeckh: καλέουσιν codd. Aristot.) fr. 96. 3. Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον (Schr.: καλέοισι codd.) *fr. 107b. 2* ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.b call upon, invokeἈλφεῷ μέσσῳ καταβαίς, ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν' εὐρυβίαν καὶ τοξοφόρον σκοπόν O. 6.58
εὐρυβίαν καλέων θεόν P. 2.12
κυμάτων ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει P. 4.195
αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι Μοῖσαν I. 8.5
c call, inviteἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.37
ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον (sc. Ἡρακλέης) I. 6.35 med., καλέσαντο συνεργὸν τείχεος (sc. Αἰακόν) O. 8.32 c. acc. & inf.,ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν P. 11.8
ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. met., ]ε καλέοντι μολπαὶ [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον Pae. 2.96
d frag. ]ση καλεῖν[ Πα. 13b. 12. -
7 μολπά
1 song ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληίδι μολπᾷ χρή (= ἁρμονίᾳ?) O. 1.102ἁδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι O. 6.97
χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων O. 10.84
]ε καλέοντι μολπαὶ [Δᾶλ]ον ἀν' εὔοδμον Pae. 2.96
-
8 δηλέομαι
δηλ-έομαι (A), [dialect] Dor. [pref] δᾱλ- Theoc.15.48: [tense] fut. - ήσομαι: [tense] aor. ἐδηλησάμην: [tense] pf. δεδήλημαι, prob. in act. sense, E.Hipp. 175 (in pass. sense, Hdt.4.198, 8.100):I mostly of persons, hurt, do a mischief to, μήπως [ἵππους] δηλήσεαι, by accident, Il.23.428; also on purpose, ; ἠέ σε.. ἄνδρες ἐδηλήσαντο did thee a mischief, i.e. slew thee, Od.11.401; μή με.. δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ ([dialect] Ep. subj.) 22.368; of the sword, ῥινὸν δηλήσατο χαλκός ib. 278;ἄλλον δηλήσομαι, ἄλλον ὀνήσω h.Merc. 541
;δ. τινὰ ἔργμασι λυγροῖς Mimn.7
, = Thgn.795: in [dialect] Ion. Prose,ἵνα μὴ ἔχοιέν σφεας δηλέεσθαι Hdt.6.36
, cf. 7.51;πλεῖστόν σφεας ἐδηλέετο ἡ ἐσθής Id.9.63
;τοὺς.. ποτῷ δαλήσατο Κίρκα Theoc.9.36
.II of things, damage, spoil,καρπὸν ἐδηλήσαντ' Il.1.156
; so in Hdt.,γῆν δ. πολλά 4.115
;ἅλμην ἐπανθέουσαν, ὥστε καὶ τὰς πυραμίδας δηλέεσθαι Id.2.12
: freq. in Hom. in the phrase, ὅρκια δηλήσασθαι violate a truce, Il.3.107, al.; of thieves, μή τις.. δηλήσεται ([dialect] Ep. subj.) should steal them, Od.8.444, cf. 13.124.2 abs., to do mischief, be hurtful,ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται Il.14.102
: c. acc. cogn., ἠδ' ὅσα.. ἄνδρες ἐδηλήσαντο all the mischief they did, Od.10.459. ([dialect] Ep., [dialect] Ion., and rarely [dialect] Dor., Theoc. Il. cc.; cf. δάλλει, πανδάλητος, and perh. ἀδαλές.)------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλέομαι
-
9 Δηλογενής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δηλογενής
-
10 δαιδάλεος
δαιδάλεος (root δαλ): cunningly or skilfully wrought or decorated.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δαιδάλεος
-
11 δαιδάλλω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δαιδάλλω
-
12 δαίδαλον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δαίδαλον
-
13 Δαίδαλος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Δαίδαλος
См. также в других словарях:
del-3 (dol-), delǝ- — del 3 (dol ), delǝ English meaning: to split, divide Deutsche Übersetzung: ‘spalten, schnitzen, kunstvoll behauen” Material: O.Ind. dü̆ la yati ‘splits, makes break, crack”, dálati “cracks” (meaning influenced by phálati “ broken … Proto-Indo-European etymological dictionary
ДАЛИЛА — Делила [греч. Δαλ(ε)ιλα, евр. delîlâh, возможно, «ниспадающие волосы», «кудри»; другие попытки объяснения от арабского dalla, «соблазнять», «кокетничать»; Д. укороченное теофорное имя, сходное с аккадским Daill Ishtar, «слава (краса, великолепие) … Энциклопедия мифологии
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
δηλέομαι — (I) δηλέομαι και δαλέομαι (Α) 1. (για πρόσωπα) βλάπτω, φέρνω βλάβη σε κάποιον (τυχαία ή σκόπιμα) (α. «μήπως, ἵππους δηλήσεαι», Ιλ. β. «ἠέ σε... ἄνδρες ἐδηλήσαντο» σέ έβλαψαν, σέ φόνευσαν, Οδ.) 2. (για πράγματα) προκαλώ βλάβες, φθείρω («οὐδὲ ποτ… … Dictionary of Greek
μοιμύλλω — και μοιμυλλῶ, άω (Α) 1. μοιμυώ* 2. (κατά τον Ησύχ.) θηλάζω, εσθίω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλλω «συντρίβω, αλέθω» με εκφραστικό διπλασιασμό μοι (< *μολμύλλω με ανομοιωτική τροπή τού λ σε ι , πρβλ. δαι δάλλω < *δαλ δάλλω)] … Dictionary of Greek
φρενοδαλής — ές, Α αυτός που προκαλεί βλάβη στις φρένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + δᾰλής (< δηλέομαι «βλάπτω»). Ο τ. εμφανίζει δυσερμήνευτο βραχύ α (αντί τού αναμενόμενου ᾱ / η ), το οποίο απαντά και σε άλλους συγγενείς τ., πρβλ. παν δάλ ητος, δάλλει… … Dictionary of Greek