-
1 σκέπτομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to look around, to look back, to spy, to contemplate, to consider, to survey' (Il; Att. has fo it σκοπέω, - έομαι; s. below)Other forms: Aor. σκέψασθαι (Od.), fut. σκέψομαι, perf. ἔσκεμμαι (IA.), aor. pass. σκεφθῆναι (Hp.), σκεπ-ῆναι w. fut. - ήσομαι (LXX).Derivatives: A. With ε-vowel: 1. σκέψις ( ἐπί-, κατά- σκέπτομαι a.o.) `contemplation, deliberation, examination' (IA.). 2. σκέμ-μα (rarely w. δια- a. o.) `examination, problem' (Hp., Pl. a. o.). 3. σκεπτ-οσύνη f. = σκέψις (Timo, Cerc.). 4. - ήριον n. `test' (Man.). 5. - ικός ( ἐπι-, δια- σκέπτομαι) `cogitating, revising', οἱ σκέπτομαι name of a philos. sect (hell. a. late). B. With ο-ablaut: 1. σκοπός m. (f.) `spy, guard, scout; goal, purpose' (Il.) with hypostases: ἐπί-σκοπος, adv. -α `hitting the goal' (Hdt., trag., late), ἀπό-σκοπος `missing the goal' (Emp.); σκόπ-ιμος `purposive, appropriate' (late; Arbenz 97); as 2. member, e.g. οἰωνο-σκόπος m. `bird-watcher' with - έω, - ία, - ικός, - εῖον (E., hell. a. late). 2. To the prefixcompp.: ἐπί-, κατά-, πρό-σκοπος m. `spy, supervisor, foresighted etc.' (Hom., Pi., IA.). 3. σκοπή ( κατα-, ἐπι- a. o.) f., the spying, watch-tower' (Att. etc.) with σκοπάω (Ar. Fr. 854). 4. σκοπιά, Ion. - ιή f. `mountain-, castle-watching-place, mountain-summit, watch-tower' (ep. Ion. poet. Il., also hell. a. late prose; favoured by the metre, Scheller Oxytonierung 82 f.) with σκοπ-ιήτης m. `summit dweller' = Πάν (Paus.), - ιάζω ( ἀπο-) `to spy, to look out' (ep. Il.), - ιάομαι `to percieve' (Il.; only w. δια-). 5. σκοπέω, - έομαι iterat.-intensive to σκέπτομαι (Pi., IA.), non-pres. forms late: σκοπ-ῆσαι, - ήσασθαι, - ήσω, - ήσομαι, ἐσκόπημαι. 6. σκοπεύω ( κατα-, ἀπο-, ἐπι-), prob. second. for σκοπέω (Schwyzer 732; X., LXX, pap. etc.) with σκόπ-ευσις, - ευτής (Aq.), - εῖα n. pl. (Procl.). -- S. also σκόπελος and σκώψ.Origin: IE [Indo-European] [984] *speḱ- `see sharply, spy'Etymology: As old yot-present σκέπτομαι stands with metathesis (Schwyzer 268) for *σπέκ-ι̯ομαι, which is identical with Lat. speciō, Av. spasyeiti and (except for anl. s-) with Skt. páśyati `see'. The aor. σκέψασθαι too can in the same way be identified with Lat. spexī ; in both cases we have however to do with innovations against the suppletive Skt. ádarśam, 3. pl. ádr̥śan (s. δέρκομαι). Through the iterative-intensive σκοπέω, - έομαι a new opposition was created in Greek to σκέψασθαι etc. in the same way as Skt. pásyati: ádarśam, ὁράω: εἶδον. -- Semant. and phonetic identity is also found in σκοπός and Skt. spaśa- `spy', which is enlarged from spaś- (s. below; Wackernagel-Debrunner II: 2, 90); to this further OWNo. spār `predicting' from PGm. * spaha- (IE *spóḱo-). Thus σκοπή agrees, but for the accent, with OWNo. spā f. `prophesy' from PGm. * spahō (IE *spóḱā). Greek does not have the old root noun Skt. spaś-, Av. spas- `spy', Lat. haru-spex a. o., from which σκέπτομαι etc. prob. arose as denominative. -- Further details w. lit. in WP. 2, 659f., Pok. 984, W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. speciō. NGr. forms in Caratzas Glotta 33, 322 ff.Page in Frisk: 2,725-726Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκέπτομαι
См. также в других словарях:
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
ημεροσκόπος — ἡμεροσκόπος, ον (AM) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμεροσκόπος φρουρός που στέκεται σε ύψωμα για να ελέγχει τις κινήσεις τού εχθρού κατά τη διάρκεια τής ημέρας («λείποντες δὲ ἡμεροσκόπους περί τὰ ὑψηλά», Ηρόδ.) αρχ. επιτηρητής («πιστὸν ἡμεροσκόπον ὀφθαλμόν» … Dictionary of Greek
θηροσκόπος — θηροσκόπος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τής Αρτέμιδος) αυτός που θηρεύει θηρία, που αναζητεί άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, τερα σκόπος] … Dictionary of Greek
ιεροσκόπος — ὁ (Α ἱεροσκόπος, ον) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροσκόπος ο ιερομάντης*, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα εξετάζοντας τα σπλάχνα τών θυσιαζόμενων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + σκοπος (< σκοπός), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνεο σκόπος] … Dictionary of Greek
καιροσκόπος — ο, η (Α καιροσκόπος) αυτός που καραδοκεί την κατάλληλη ευκαιρία για να τήν εκμεταλλευθεί με αθέμιτα, συνήθως, μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, τερα σκόπος] … Dictionary of Greek
ζωοθυτοκαρδιηπατοσκόπος — ζῳοθυτοκαρδιηπατοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί, που εξετάζει τις καρδιές και τα ήπατα τών σφαγίων στις ζωοθυσίες για μαντεία, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωο θυτον (< ζω(ο) [ΙΙ]* + θυτος < θύω, πρβλ. ειδωλό θυτος, καλλί θυτος) + καρδία +… … Dictionary of Greek
ηλιοσκόπος — ἡλιοσκόπος, ὁ (Α) είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + σκόπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. οιωνο σκόπος, χειρο σκόπος] … Dictionary of Greek
ηπατοσκόπος — ἡπατοσκόπος, ον (Α) αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το ήπαρ και μαντεύει από αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο (< ήπαρ*) + σκόπος < σκοπός (πρβλ. οιωνο σκόπος)] … Dictionary of Greek
θεατρόσκοπος — θεατρόσκοπος, ό (Α) φανατικός θαμώνας τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρο + σκοπος (< σκοπώ), πρβλ. κατά σκοπος. οιωνο σκόπος] … Dictionary of Greek
θεμισκόπος — θεμισκόπος, ον (Α) αυτός που επισκοπεί τον νόμο, αυτός που επιτηρεί τον νόμο, τη δικαιοσύνη και την τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + σκοπος (< σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. κατά σκοπος, οιωνο σκόπος] … Dictionary of Greek
θυννοσκόπος — θυννοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρακολουθούσε από κάποιο ψηλό μέρος τη διέλευση τών κοπαδιών τών τόν(ν)ων για να ειδοποιήσει τους ψαράδες να ρίξουν τα δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος + σκόπος (< σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο σκόπος, ορνιθο σκόπος] … Dictionary of Greek