-
1 γουνούμαι
-
2 γουνοῦμαι
-
3 γουνόομαι
A = γουνάζομαι, only [tense] pres. and [tense] impf.,γουνοῦμαι Il.21.74
, Od.6.149, Archil.75, Anacr.1.1, etc.;γουνούμην Od.11.29
;γουνοῦσθαι 10.521
;γουνούμενος 4.433
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γουνόομαι
См. также в других словарях:
γουνούμαι — γουνοῡμαι ( όομαι) (Α) [γόνυ] γουνάζομαι … Dictionary of Greek
γουνοῦμαι — γουνόομαι pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek