Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γουνοῦμαι

См. также в других словарях:

  • γουνούμαι — γουνοῡμαι ( όομαι) (Α) [γόνυ] γουνάζομαι …   Dictionary of Greek

  • γουνοῦμαι — γουνόομαι pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»