-
1 ώλεσα
-
2 ὤλεσα
-
3 ὄλλυμι
Aὀλλύς Il.8.472
, fem. pl. ὀλλῦσαι ib. 449 :—also [full] ὀλλύω, Archil.27, Com.Adesp.608, ([etym.] προσαπ-) Hdt.1.207 : poet. [full] ὀλέκω (q. v.): [tense] impf. [ per.] 3pl. , S. OC 394 ; [dialect] Ep.ὀλέεσκον Q.S.2.414
(cf. ὀλέκω): [tense] fut.ὀλέσω Od.13.399
, Hes.Op. 180 ; [dialect] Ep. alsoὀλέσσω Il.12.250
, Od.2.49 ; [dialect] Ion. ὀλέω ([etym.] ἀπ-) Hdt.1.34, etc. ; [dialect] Att. ὀλῶ, εῖς, εῖ, S.OT 448, E.Andr. 856 (lyr.): [tense] aor.ὤλεσα Il.22.107
, A.Ag. 1017 (lyr.), etc. ; [dialect] Ep. ὄλεσα, ὄλεσσα, Od.23.319, 21.284, etc.:—[voice] Med. [full] ὄλλυμαι, Il.20.21, S.OT 179 (lyr.): [tense] impf. , E.Alc. 633 : [tense] fut. ὀλέομαι, -οῦμαι, [ per.] 2pl.ὀλέεσθε Il. 21.133
; but [ per.] 3sg.ὀλεῖται 2.325
: [tense] aor. 2 ὠλόμην, [ per.] 3sg.ὤλετο 13.772
, A. Eu. 565 (lyr.), etc. ; [dialect] Ion. ὀλέσκετο (ἀπ- Od. 11.586
) ; part. ὀλόμενος as Adj., v. οὐλόμενος: [tense] pf. ὄλωλα, v. B. 111: [tense] plpf.ὀλώλειν Il.10.187
:— [voice] Pass., [tense] aor. ὀλεσθῆναι, [tense] fut. ὀλεσθήσομαι ([etym.] ἀπ-), LXXPs.82(83).17, Gal. 9.728.—The simple Verb only Poet. and later Prose, as LXX, ἀπόλλυμι being used in Com. and Classical Prose.A [voice] Act.:I destroy, make an end of, and of living beings, kill,νῆάς τ' ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιούς Il.8.498
, cf. Od.23.319 ;γένος ὀλέσσαι.. θανάτῳ Pi.P.3.41
;ρένος ὠλέσατε πρυμνόθεν A.Th. 1061
(anap.) ; ;ὀλεῖ ὀλεῖ με E. Andr. 856
(lyr.) ; ἁ φιλοχρηματία Σπάρταν ὀλεῖ, ἄλλο γὰρ οὐδέν Orac. ap.Arist.Fr. 544 ; also, of doing away with evil,νῆστιν ὤλεσεν νόσον A.Ag. 1017
(lyr.).II lose, μένος, θυμόν, ψυχήν, ἦτορ ὀλέσαι, lose life, die, Il.8.358, 13.763,5.250 ;πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες A.Ag.54
(anap.) ;ἄγραν ὤλεσα Id.Eu. 148
(lyr.) ; (lyr.).B [voice] Med.,I perish, come to an end, and of living beings, die, esp. a violent death,ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο Il.24.725
;ὤλεθ' ὑπ' Αἰγίσθοιο δόλῳ Od.3.235
;δόλοις ὀλούμεθ' A.Ch. 888
;ἦέ τις ὤλετ' ὀλέθρῳ Od. 4.489
: c. acc. cogn., κακὸν οἶτον ὄληαι, ὀλέεσθε κακὸν μόρον, Il.3.417,21.133 ;θάνατον AP7.745
(Antip. Sid.) ; ὄλοιο, ὄλοισθε, may'st thou, may ye perish ! a form of cursing very common in Trag., S.Ph. 961, 1019, 1285, etc. ; so ; ὄλοιτο ib. 1349 (lyr.), etc. ; :—Hom. has [voice] Act. and [voice] Med. in emphatic contrast,ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων Il.4.451
,8.65, cf. 11.83.II of things, to be lost,μή τί μοι ἐκ μεγάρων κειμήλιον.. ὄληται Od.15.91
;ὤλετό μοι νόστος Il.9.413
, cf. Od.1.168 ;κλέος Il.9.415
, cf. A.Supp. 918.III [tense] pf. ὄλωλα (Syrac. ὀλώλω, Hilgard Exc.ex Hdn.p.30), to have perished, to be dead, undone, ruined,ὄλωλε μάχῃ ἔνι Il.15.111
, al., cf. A.Pers. 255, 1016(lyr.), etc. ; τῶν ὀλωλότων of the dead, Id.Ag. 346, cf. 672, 1367, S.Ant. 174 : also of things, to be in a state of ruin,ἐσθίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα Od.4.318
. -
4 ώλεσ'
-
5 ὤλεσ'
-
6 λαός
A v.l. λαόν, which is in all Mss. in 4.148), cj. in Mimn.14.9; [dialect] Att. [full] λεώς, which is also used in Hdt.1.22, 8.136, while the form λαός is sts. used in Trag., and once or twice even in Com. (v. infr. 1.3): also in Inscrr. and Pap. (v. infr.) and in late Prose, as Foed.Byz. ap. Plb.4.52.7 (pl.), Str.14.4.3 (pl.), Plu.2.1096b, etc. (both forms in pr. nn.,Λεωβώτης Hdt.7.204
,Λαβώτας X.HG1.2.18
, etc.).1 in Il., λαός ([etym.] λαοί) usu. means men, i.e. soldiers, both of the whole army and smaller divisions,κριτὸς ἔγρετο λ. Ἀχαιῶν 7.434
;λαὸν ἀγείρειν 16.129
;πολὺν ὤλεσα λαόν 2.115
: pl., ἅμα τῷ γε.. ἄριστοι λ. ἕποντ' ib. 578;στίχες ἀσπιστάων λ. 4.91
; periphr., στρατὸς λαῶν ib.76;λαῶν ἔθνος 13.495
; mostly including both foot and horse, as 2.809; but sts. λαός denotes foot, as opp. horse, 7.342; also, a land army, opp. a fleet, 4.76, 9.424, 10.14; also, the common men, opp. their leaders, 2.365, 13.108; but2 in Od., λαοί, more rarely λαός, almost always means men or people; as subjects of a prince, e.g. 3.214, 305, al. ( λαοί is sts. so used in Il., e.g. 17.226, 24.611; λαοὶ ἀγροιῶται country- folk, 11.676; work-people, 17.390); of sailors, Od.14.248; so after Hom., ναυτικὸς λεώς seafaring folk, A.Pers. 383;πᾶς ὁ χειρῶναξ λεώς S.Fr. 844
;ὁ γεωργικὸς λεώς Ar. Pax 920
(lyr.): in sg., slave, τὸν Εὐρυσθέως λεών, of Heracles, Hecat.23 J.; and so perh.λεὼς αὔτοικος GDI5533e
([place name] Zeleia): more generally, μέροπες λαοί, i.e. mankind, A.Supp.90 (lyr.); λ. ἐγχώριοι the natives, ib. 517, cf. Od.6.194; esp. in Egypt, of the fellahin, PRev.Laws42.11-16 (iii B. C.), PSI4.380.5 (iii B. C.), etc.; civil population, opp. priests and soldiers, OGI90.12 (Rosetta, ii B. C.), cf. 225.8 (Milet., iii B. C.), al.3 people assembled, as in the theatre,ὁ πολὺς λαῶν ὄχλος Ar.Ra. 676
, cf. 219 (both lyr.); esp. in the Ecclesia,αἱ στίχες τῶν λαῶν Id.Eq. 163
: hence the phrase ἀκούετε λεῴ hear O people!—the usual way of beginning proclamations at Athens, like our Oyez! Sus.1.1, Ar. Pax 551, Av. 448; τιμῶσιν οἱ πάντες λεῴ ib. 1275;δεῦρ' ἴτε, πάντες λεῴ Arist.Fr. 384
;Ἀττικὸς λεώς A.Eu. 681
; ὁ πολὺς λεώς the multitude, Pl.R. 458d, etc.4 in LXX, of the people, as opp. priests and Levites, 1 Es.5.46; in NT, of Jews, opp. Gentiles, Ev.Matt.2.6, Ev.Luc.2.10, al., cf. SIG1247 (Jewish tombstones); of Christians, opp. heathen, Act.Ap.15.14, al.II a people, i.e. all who are called by one name, first in Pi.,Δωριεῖ λαῷ O.8.30
;Λυδῶν δὲ λαὸς καὶ Φρυγῶν A.Pers. 770
;ξύμπας Ἀχαιῶν λαός S.Ph. 1243
, cf. OT 144, etc.; ἱππόται λαοί, i.e. the Thessalians, Pi. P.4.153, cf. 9.54, N.1.17. (The resemblance between λαός people and λᾶος stone (cf. λᾶας ) is implied in Il.24.611 λαοὺς δὲ λίθους ποίησε Κρονίων (in the story of Niobe); and so Pi. explains the word from the legend of Deucalion, O.9.46, cf. Epich.122, Apollod.1.7.2; but cf. Philoch.12.) (From λᾱϝ-, as shown by the pr.namesΛαϝοπτόλεμος GDI3151
, ϝιόλαϝος ib.3132 ([place name] Corinth): hence prob. λήϊτον.) -
7 προαπόλλυμι
A destroy first, [τὴν πόλιν] αἱ στάσεις -ώλεσαν App.BC4.14
, cf. Plu.Phoc.2.II more freq. in [voice] Pass., with [tense] pf. -όλωλα, to be first destroyed, perish before or first, Antipho 5.67, Th.5.61, 6.77; μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται (from ; : c. gen.,ὀλίγῳ τῶν ἄλλων προαπολεῖσθαι Lys.2.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαπόλλυμι
-
8 ἄγρα
A hunting, the chase, (never in Il.),ἄγρην ἐφέπειν Od.12.330
;χαίρουσι δέ τ' ἀνέρες ἄγρῃ 22.306
;ἐς ἄγρας ἰέναι E.Supp. 885
;ἄ. ἀνθρώπων Pl.Lg. 823e
; (lyr.).II quarry, prey, Hes.Th. 442;ἄγραν ὤλεσα A.Eu. 148
(lyr.);εὔκερως ἄ. S.Aj. 64
, cf. 407 (pl.);Μελέαγρε, μελέαν γάρ ποτ' ἀγρεύεις ἄ. E.Fr. 517
; game, Hdt.1.73, etc.; of fish, draught, take, Ev.Luc.5.9: metaph.,δορὸς ἄγρα A.Th. 322
(lyr.).III Ἄγρα, ἡ, title of Artemis at Athens, Pl.Phdr. 229c; τὰ ἐν Ἄγρας (sc. μυστήρια) Paus. Gr.Fr.13;τὰ πρὸς Ἄγραν IG2.315
; μήτηρ ἐν Ἄγρας ib.273:—also [full] Ἄγραι, αἱ, the precinct of Artemis Agra, Paus.1.19.6, St. Byz., AB334, etc. (With ἄγρα : ἄγρια cf. θήρα : θηρία.) -
9 ὄλλῦμι
ὄλλῦμι, part. ὀλλύς, -ύντα, pl. fem. ὀλλῦσαι, ipf. iter. ὀλέεσκε, fut. ὀλέσω, ὀλέσσεις, aor. ὤλεσα, ὄλες(ς)ε, inf. ὀλέ(ς)σαι, part. ὀλέ(ς)σᾶς, part. ὄλωλα, plup. ὀλώλει, mid. pres. part. ὀλλύμενοι, fut. ὀλεῖται, inf. ὀλέεσθαι, aor. 2 ὤλεο, ὄλοντο, inf. ὀλέσθαι (see οὐλόμενος): act., lose, destroy, mid., be lost, perish; perf. and plup. mid. in sense, Il. 24.729, Il. 10.187.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄλλῦμι
-
10 ὄλλυμι
См. также в других словарях:
ὤλεσα — ὄλλυμι destroy aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤλεσ' — ὤλεσα , ὄλλυμι destroy aor ind act 1st sg ὤλεσε , ὄλλυμι destroy aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολεσήνωρ — ὀλεσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ τού ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ … Dictionary of Greek
ολεσίβωλος — ὀλεσίβωλος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που συντρίβει τους βώλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + βῶλος, πρβλ. μεγαλό βωλος] … Dictionary of Greek
ολεσίθηρ — ὀλεσίθηρ, ῆρος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Κάδμο) αυτός που εξολοθρεύει, που φονεύει τα θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + θήρ, θηρός, πρβλ. μιξό θηρ] … Dictionary of Greek
ολεσίμβροτος — ὀλεσίμβροτος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί μβροτος] … Dictionary of Greek
ολεσίνους — ὀλεσίνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που καταστρέφει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + νους / νοος (< νοῦς), πρβλ. θελξί νους] … Dictionary of Greek
ολεσίπτολις — ὀλεσίπτολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + πτόλις, επικ. τ. τής λ. πόλις] … Dictionary of Greek
ολεσσιτύραννος — ὀλεσσιτύραννος, ον (Α) αυτός που εξολοθρεύει, που αφανίζει τους τυράννους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + τύραννος. Ο τ. με σσ αντί ολεσιτύραννος για μετρ. λόγους] … Dictionary of Greek
στέρομαι — Α μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ωλεσίθυμος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει την ψυχή, την ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. με μακρό φωνηεντισμό ω για διευθέτηση μετρικών αναγκών < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + θυμός, σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος (βλ. λ … Dictionary of Greek