Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οὐλόμενος

См. также в других словарях:

  • ουλόμενος — οὐλόμενος, ένη, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί ὀλόμενος) 1. καταραμένος, ολέθριος, θανατηφόρος, καταστρεπτικός («γῆράς τ οὐλόμενον», Ησίοδ.) 2. κατεστραμμένος, χαμένος, απολωλώς 3. δυστυχής «στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • οὐλόμενος — accursed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομέναις — οὐλόμενος accursed fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένη — οὐλόμενος accursed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένην — οὐλόμενος accursed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένης — οὐλόμενος accursed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένους — οὐλόμενος accursed masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένῃ — οὐλόμενος accursed fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένῃσι — οὐλόμενος accursed fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλομένῃσιν — οὐλόμενος accursed fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλόμεναι — οὐλόμενος accursed fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»