Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὄλωλα

См. также в других словарях:

  • ὄλωλα — ὄλλυμι destroy perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλώλασ' — ὀλώλᾱσι , ὄλλυμι destroy perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλώλασι — ὀλώλᾱσι , ὄλλυμι destroy perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλώλασιν — ὀλώλᾱσιν , ὄλλυμι destroy perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλωλ' — ὄλωλα , ὄλλυμι destroy perf ind act 1st sg ὄλωλε , ὄλλυμι destroy perf imperat act 2nd sg ὄλωλε , ὄλλυμι destroy perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… …   Wikipedia

  • προσδιαφθείρω — Α 1. καταστρέφω κάποιον ή κάτι επί πλέον (ὄλῳλα καὶ σὲ προσδιαφθερῶ ξυνών», Σοφ.) 2. αποστερώ επί πλέον 3. προκαλώ επίσης έκτρωση τού εμβρύου 4. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω …   Dictionary of Greek

  • όλλυμι — ὄλλυμι και ὀλλύω (Α) 1. αφανίζω, καταστρέφω 2. φονεύω, σκοτώνω («νῆας τ ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. παύω να έχω κάτι, χάνω («πόνον ὀρταλίχων ὀλέσαντες», Αισχύλ.) 4. απαλλάσσω από κάποιο κακό («νῆστιν ὤλεσεν νόσον», Αισχύλ.) 5. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • ώστε — ὥστε, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὧτε Α 1. (στην αρχή λόγου ή πρότασης για να δηλώσει συμπέρασμα) λοιπόν, επομένως, συνεπώς (α. «ώστε έτσι έγιναν τα πράγματα» β. «ὥστ ... ὄλωλα καί σε προσδιαφθερῶ», Σοφ.) 2. (ως συμπερ. σύνδ. για να δηλώσει αποτέλεσμα) για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»