-
1 ὄλλῡμι
ὄλλῡμι (ΟΛ), fut. ὀλῶ, ep. ὀλέσω, Od. 13, 399, Hes. O. 182, auch ὀλέσσω, Il. 12, 250 Od. 2, 49, aor. ὤλεσα, u. nicht augmentirt bei Hom. ὄλεσσα, ὄλεσκεν Bekker Il. 8, 270 statt ὄλεσσεν, perf. ὀλώλεκα, med. ὄλλυμαι, fut. ὀλοῦμαι, aor. ὠλόμην, ὀλέσϑαι (οὐλόμενος, s. besonders), u. der Bdtg nach dazu gehörig perf. II. ὄλωλα, sehr Späte haben auch einen aor. ὀλεσϑῆναι, vgl. Lob. Phryn. 852; – vernichten, verderben, tödten, im pass. vernichtet, getödtet werden; Ἕκτωρ ὀλλὺς Ἀργείους, Il. 10, 201; οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, 4, 451, öfter in dieser Zusammenstellung; Ἕκτωρ ἧφι βίηφι πιϑήσας ὤλεσε λαόν, richtete es zu Grunde, 22, 107; πόλιν ἔπραϑον, ὤλεσα δ' αὐτούς, Od. 9, 40; auch von leblosen Dingen, νῦν ἐφάμην νῆάς τ' ὀλέσας καὶ πάντας Ἀχαιοὺς ἂψ ἀπονοστήσειν, Il. 8, 498, vgl. Od. 23, 319; πόλιν, 9, 188; γένος ἀμὸν ὀλέσσαι οἰκτροτάτῳ ϑανάτῳ, Pind. P. 3, 41; ἄνδρας, Ol. 1, 79; ἰοὶ προςπιτνόντες ὤλλυσαν, Aesch. Pers. 453; ναυτικὸς πεζὸν ὤλεσε στρατόν, 714; Οἰδιπόδα γένος ὠλέσατε πρυμνόϑεν, Spt. 1048, öfter; ἥδ' οὖν ϑανεῖται καὶ ϑανοῦσ' ὀλεῖ τινα, Soph. Ant. 867; νῦν γὰρ ϑεοί σ' ὀρϑοῦσι, πρόσϑε δ' ὤλλυσαν, O. C. 395; geradezu tödten, τοὺς δὲ δισσάρχας ὀλέσσας βασιλεῖς, Ai. 383, öfter; ὃ καὶ γῆν καὶ πόλεις ὄλλυσι, Eur. Or. 524, u. oft in der Bdtg »tödten«. In Prosa ist das compos. ἀπόλλυμι im Gebrauch, aber sp. D. haben das simpl. in dieser Bdtg. – Dst auch = verlieren, ohne daß die eigene Schuld daran immer hervorträte; bes. im aor. ὤλεσα, εἵως φίλον ὤλεσε ϑυμόν, Il. 11, 342 u. öfter, auch αὐτὸς δ' ὤλεσε ϑυμὸν ὑφ' Ἥκτορος, er verlor sein Leben durch Hektor, 17, 616; öfter ψυχήν, μένος, ἦτορ; ἑταίρους ὤλεσε καὶ νῆα, Od. 19, 274; ἄγραν ὤλεσα, Aesch. Eum. 143, πόνον, Ag. 54. – Med. umkommen, bes. eines gewaltsamen Todes sterben, u. verloren gehen; ὡς Ἀγαμέμνων ὤλεϑ' ὑπ' Αἰγίσϑοιο δόλῳ, Od. 3, 235; ὤλετ' ὀλέϑρῳ ἀδευκέϊ, 4, 489, öfter; auch κακὸν οἶτον ὄληαι, Il. 3, 417, wie ὀλέεσϑε κακὸν μόρον, im bösen Tode, 21, 133; von Sachen, νῦν ὤλετο πᾶσα κατ' ἄκρης Ἴλιος, ging unter, 13, 772, ὤλετο μέν μοι νόστος, 9, 413, ging verloren. wie τοῦ δ' ὤλετο νόστιμον ἦμαρ, Od. 1, 168; δόλοις ὀλούμεϑα, Aesch. Ch. 875; ὤλετο πρὸς χειρὸς ἕϑεν, Suppl. 65, öfter; im opt. aor. als Verwünschungsformel, ὄλοιϑ' ὃς πόλει μεγάλ' ἐπεύχεται, Spt. 434, δυςπαλάμως ὄλοιο, Suppl. 847, wie ὀλοίμαν, ὄλοιο, ὄλοιντο, Soph. O. R. 664 El. 283 Trach. 382; ὡς ὄλοιτο παγκάκως, Eur. Hipp. 407; ὤλλυϑ' ὡς ἀναξίως, Soph. Phil. 680; ὴνίκ' ὤλλυτο πόλις, Eur. Hec. 767; κεραυνῷ ὀλέσϑαι, Andr. 1194; Arr. u. sp. D. – Das perf. ὄλωλα, ich bin untergegangen, Il. 24, 384, υἱὸς γάρ οἱ ὄλωλε μάχῃ ἔνι 15, 111; οἱ ὀλωλότες, die Todten, Aesch. Ag. 337; μαντευσόμεσϑα τἀνδρὸς ὡς ὀλωλότος, 13401 Soph. O. R. 126 u. öfter; oft bes. bei Att, = verloren sein, zu Grunde gehen, ἐσϑίεταί μοι οἶκος, ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα, Od. 4, 318; ὄλωλα τῇδ' ἐν ἡμέρᾳ, Soph. El. 664; οἴχωκ', ὄλωλα, Ai. 880, öfter, wie auch sp. D., Anacr. 33, 9. – In Prosa ist das comp. ἀπόλλυμι im Gebrauch.
-
2 δυς-κλεής
δυς-κλεής, ές, übel berühmt; Hom. zweimal, Iliad. 2, 115. 9, 22 καί με κελεύει δυσκλέα Ἄργος ἱκέσϑαι, ἐπεὶ πολὺν ὤλεσα λαόν, s. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 115 u. Scholl. Aristonic. Iliad. 2, 115. 10, 281. Vgl ἀκλεής, ἀγακλεής, εὐκλεής. – Folgende: μόρος Aesch. Pers. 444; πατήρ Soph. Ant. 50; ὄνομα Eur. Hel. 66. Auch in Prosa, Xen. Oyr. 3, 3, 53. – Adv., δυςκλεῶς, Tragg. u. Plut.
-
3 λᾱός
λᾱός, ὁ, att. λεώς, ώ, auch Her., das Volk, die große Masse, der Haufen (vgl. δῆμος), bes. das Kriegsvolk, Heereshaufen, Il. oft λαὸν ἀγείρω, 16, 129, ἐπὶ δ' ἴαχε λαὸς ὄπισϑεν, 13, 833, πολὺν ὤλεσα λαόν, 2, 115, vgl. noch 7, 306 ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤϊ', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; eben so häufig im plur., die Mannen, Krieger, ἅμα τῷ γε πολὺ πλεῖστοι καὶ ἄριστοι λαοὶ ἕποντο, 2, 578, vom ganzen Heere u. von kleineren Schaaren; auch ἔϑνος λαῶν, 13, 495, στρατός, στίχες λαῶν, 4, 76. 90, Reiterei u. Fußvolk in sich begreifend, 2, 809, aber auch im Ggstz der ἵπποι, das Fußvolk, 7, 342. 9, 708. 18, 153; als Landheer den Schiffen entgegengesetzt, 9, 424. 10, 14, u. als Masse der gemeinen Krieger den Heerführern, 2, 365. 13, 108. 24, 28 u. öfter. – In der Od. die Leute, ohne Beziehung auf den Krieg, in Unterordnung unter den König, die Unterthanen, wie auch Il. 17, 226. 24, 611 λαοί die friedlichen Bürger im Ggstz der Krieger sind. Il. 17, 390 sind es die Leute, Gesellen des Gerbers; auch werden bestimmende Prädikate hinzugesetzt, λαοὶ ἀσπισταί, ἕταροι, Kriegsleute, Kriegsgesellen, Il. 4, 90. 13, 170, λαοὶ ἀγροιῶται, Landleute, 11, 676. – Aehnlich auch Pind. λαὸν ἀγείρειν νασιώταν, P. 9, 56, ἵππαιχμος, ἱππότας, N. 1, 17 P. 1, 153; – λαοῖς μερόπεσσι Aesch. Suppl. 84, λαοὺς συγκαλῶν ἐγχωρίους 512. 954; die Krieger, λεῶν, ὧν ὅδ' ἡγεῖτο οἴκοϑεν, Soph. Ai. 1079. – Uebh. eine größere Menge, z. B. Bacchanten, Ar. Ran. 219. – Von Pind. an Volk, als Gesammtheit Vieler unter Einem Namen, Δωριεῖ λαῷ, Ol. 8, 30; λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύϑερα βάζειν, Aesch. Pers. 585; Λυδῶν δὲ λαὸν καὶ Φρυγῶν ἐκτήσατο, 756 u. öfter, wie λεὼς Περσικός 775, τὸν Ἀργεῖον λεών Eum. 280, obgleich auch diese Form in der ersten Bedeutung vorkommt; τὸν ἀμφιτειχῆ λεών Spt. 272, πάντα ναυτικὸν λεών Pers. 375, πεζικός frg. 415; Soph. hat die Form λαός nur Phil. 1227 O. R. 144, sonst immer λεώς, πᾶς Καδμείων λεώς O. C. 745; u. so auch Eur., ἐλϑὼν λαὸν εἰς αὐτόχϑονα κλεινῶν Ἀϑηνῶν Ion 29; – Her. hat λαός 2, 124. 129, aber auch λεώς, 1, 22. 8, 136; Ar. u. in attischer Prosa sin der es aber nicht häufig vorkommt) nur λεώς, z. B. λ. γεωργικός Pax 887; ἀκούετε λεῴ, Ruf des Herolds, hört ihr Leute, 543 Av. 448; πρὸς τὸ πείϑειν τε καὶ ἕλκειν τὸν πο λὺν λεών, die große Volksmenge, Plat. Rep. V, 458 d; sonst nur noch Legg. IV, 707 e. – Später aber wieder λαός, Pol. 4, 52, 7; D. gie. 1, 57. 3, 45; Plut. u. A. – Den Zusammenhang mit λᾶας, Stein, führten schon die Alten auf Deukalion zurück, wie Pind. Ol. 9, 44, ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτησάσϑαν λίϑινον γένος, λαοὶ δ' ὀνόμασϑεν, vgl. Epicharm. bei Schol. zu dieser Stelle; Apoll. 1, 7. 2. Neuere nehmen Masse als den bei den Wörtern zu Grunde liegenden Begriff an. Vgl. auch λεία u. λήϊον.
См. также в других словарях:
ὤλεσα — ὄλλυμι destroy aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤλεσ' — ὤλεσα , ὄλλυμι destroy aor ind act 1st sg ὤλεσε , ὄλλυμι destroy aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολεσήνωρ — ὀλεσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ τού ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ … Dictionary of Greek
ολεσίβωλος — ὀλεσίβωλος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που συντρίβει τους βώλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + βῶλος, πρβλ. μεγαλό βωλος] … Dictionary of Greek
ολεσίθηρ — ὀλεσίθηρ, ῆρος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Κάδμο) αυτός που εξολοθρεύει, που φονεύει τα θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + θήρ, θηρός, πρβλ. μιξό θηρ] … Dictionary of Greek
ολεσίμβροτος — ὀλεσίμβροτος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί μβροτος] … Dictionary of Greek
ολεσίνους — ὀλεσίνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που καταστρέφει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + νους / νοος (< νοῦς), πρβλ. θελξί νους] … Dictionary of Greek
ολεσίπτολις — ὀλεσίπτολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + πτόλις, επικ. τ. τής λ. πόλις] … Dictionary of Greek
ολεσσιτύραννος — ὀλεσσιτύραννος, ον (Α) αυτός που εξολοθρεύει, που αφανίζει τους τυράννους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + τύραννος. Ο τ. με σσ αντί ολεσιτύραννος για μετρ. λόγους] … Dictionary of Greek
στέρομαι — Α μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ωλεσίθυμος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει την ψυχή, την ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. με μακρό φωνηεντισμό ω για διευθέτηση μετρικών αναγκών < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + θυμός, σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος (βλ. λ … Dictionary of Greek