-
1 ωλεσα
-
2 ολλυμι
(3 л. pl. praes. ὁλλῦσι и ὀλλὐασι; impf. ὤλλῡν и ὤλλυον - эп. iter. ὀλέεσκον; fut. ὀλῶ - ион. ὀλέω, эп. ὀλέσ(σ)ω; aor. ὤλεσα - эп. ὄλεσ(σ)α и ὤλεσσα; part. aor. ὀλέσας - эол. ὀλέσαις; pf. 1 ὀλώλεκα, pf. 2 ὄλωλα, ppf. ώλωλέκειν и ὠλώλειν - эп. ὀλώλειν; med.: fut. ὀλοῦμαι - эп.-ион. ὀλέομαι; ион. part. fut. ὀλεύμενος; aor. 2 ὠλόμην - эп. ὀλόμην; эп. part. οὐλόμενος; pf. 2 = act. ὄλωλα См. ολωλα)1) губить, истреблять, убивать(Ἀργείους, λαόν, στρατόν Hom.)
οἰμωγέ ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὴ ὀλλυμένων Hom. — вопль убивающих и убиваемых2) уничтожать, разрушать(νῆας, πόλιν Hom.)
3) снимать, удалять(τρίχας ἐκ κεφαλῆς Hom.)
4) терять, утрачивать(ἑταίρους καὴ νῆα Hom.)
ὤλεσε θυμὸν ὑφ΄ Ἕκτορος Hom. — (Девкалид) пал от руки Гектора;ὄ. ἄγραν Aesch. — упустить добычу;πόνον τινὸς ὄ. Aesch. — напрасно потрудиться над чем-л.5) med. погибать, гибнуть (преимущ. насильственной смертью)(κακὸν οἶτον или κακὸν μόρον ὀλέσθαι Hom.)
ὀλέσθαι ὑπό τινι Hom. — погибнуть от чьей-л. руки;οἱ ὀλωλότες Aesch., Soph. — погибшие;ὤλετό μοι νόστος Hom. — нет мне возврата;ὄλοιο! Soph. — чтоб тебе погибнуть!;οἴχωκ΄, ὄλωλα! Soph. — я пропал(а)!, погиб(ла)!
См. также в других словарях:
ὤλεσα — ὄλλυμι destroy aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤλεσ' — ὤλεσα , ὄλλυμι destroy aor ind act 1st sg ὤλεσε , ὄλλυμι destroy aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολεσήνωρ — ὀλεσήνωρ, ορος, ὁ, ἡ (Α) (σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ τού ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ … Dictionary of Greek
ολεσίβωλος — ὀλεσίβωλος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που συντρίβει τους βώλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + βῶλος, πρβλ. μεγαλό βωλος] … Dictionary of Greek
ολεσίθηρ — ὀλεσίθηρ, ῆρος, ὁ, ἡ (Α) (για τον Κάδμο) αυτός που εξολοθρεύει, που φονεύει τα θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + θήρ, θηρός, πρβλ. μιξό θηρ] … Dictionary of Greek
ολεσίμβροτος — ὀλεσίμβροτος, ον (Α) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μροτός), πρβλ. λησί μβροτος] … Dictionary of Greek
ολεσίνους — ὀλεσίνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που καταστρέφει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + νους / νοος (< νοῦς), πρβλ. θελξί νους] … Dictionary of Greek
ολεσίπτολις — ὀλεσίπτολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει την πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + πτόλις, επικ. τ. τής λ. πόλις] … Dictionary of Greek
ολεσσιτύραννος — ὀλεσσιτύραννος, ον (Α) αυτός που εξολοθρεύει, που αφανίζει τους τυράννους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι τού ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + τύραννος. Ο τ. με σσ αντί ολεσιτύραννος για μετρ. λόγους] … Dictionary of Greek
στέρομαι — Α μού λείπει κάτι, στερούμαι ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία, αμφίβολη όμως, άποψη, το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ster «κλέβω» και συνδέεται με το μσν. ιρλδ. serb «κλοπή», καθώς και με τα αρχ. άνω γερμ. stelan «κλέβω» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ωλεσίθυμος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει την ψυχή, την ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. με μακρό φωνηεντισμό ω για διευθέτηση μετρικών αναγκών < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + θυμός, σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος (βλ. λ … Dictionary of Greek