-
1 διοικοδομέω
A build across, wall off, Th.4.69, 8.90.2 to set a partition-wall between: metaph.,ἰσθμὸν καὶ ὅρον δ. τῆς τε κεφαλῆς καὶ τοῦ στήθους Pl.Ti. 69e
; δ. τοῦ θώρακος.. τὸ κύτος ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοικοδομέω
-
2 διοικοδομή
διοικο-δομή, ἡ,A construction, Aristeas 87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοικοδομή
-
3 διοικοδόμησις
A fortification, IG4.757A42, B33 (Troezen, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοικοδόμησις
-
4 διοικονομέω
διοικο-νομέω, strengthd. for οἰκονομέω, Phld.Oec.p.9J. (dub.), Anon.Lond.22.49, Poll.5.156:—[voice] Pass., Arist.Mu. 400b32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοικονομέω
-
5 διόλλυμι
A- ολῶ S.Tr.
(v. infr.):—destroy utterly, bring to naught, Emp.139, S.OT 442, Tr. 1028 (lyr.), Pl.Cri. 47c, etc.; δ. γυναῖκα ruin a woman, E.El. 921:— [voice] Pass., with [tense] fut. -ολοῦμαι, [tense] pf. -όλωλα, perish utterly, come to naught, Th.3.40, etc.; διώλετο ἔκ τινος by some one's hand, S.OT 225.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διόλλυμι
См. также в других словарях:
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… … Dictionary of Greek
ιταμός — Κωνοφόρο δίοικο δέντρο της οικογένειας των ταξιδών. Ονομάζεται και ήμερο έλατομαυροέλατο. Αυτοφυές στην Ελλάδα, αναπτύσσεται μεμονωμένο ή κατά μικρές συστάδες στα ασβεστούχα εδάφη της ορεινής και υποαλπικής ζώνης στη Θράκη, στη Μακεδονία, στη… … Dictionary of Greek
κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… … Dictionary of Greek
λυκίσκος — Κοινή ονομασία των δικοτυλήδονων φυτών του είδους Humulus lupulus, της οικογένειας των κανναβινιδών. Είναι πολυετής αναρριχώμενη πόα με κληματώδεις, γωνιώδεις βλαστούς, που ανανεώνονται κάθε χρόνο και φτάνουν σε μήκος τα 5 10 μ. Έχει καρδιοειδή… … Dictionary of Greek
μόνοικος — η, ο (Α μόνοικος, ὁ) νεοελλ. φρ. α) «μόνοικο φυτό» βοτ. το φυτό που φέρει άρρενα και θήλεα άνθη μαζί στο ίδιο στέλεχος, σε αντιδιαστολή με το δίοικο φυτό β) «μόνοικος μύκητας» ο μύκητας που φέρει τα όργανα τών δύο φύλων στον ίδιο θαλλό, καθώς και … Dictionary of Greek
πιπεριά — (καψικό το ετήσιο). Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τη Νότια Αμερική. Έχει βλαστό όρθιο, πράσινο, ποώδη, φύλλα λογχοειδή, ακέραια, πράσινα, στίλβοντα και άνθη μικρά με στεφάνη λευκή, πεντάλοβη. Οι καρποί… … Dictionary of Greek
τσουκνίδα — Πολυετής πόα, γνωστή επιστημονικά ως ουρτίκη η δίοικος. Φυτρώνει μόνη τους σε χέρσους τόπους, και στις άκρες των δρόμων, σε όλη την Ελλάδα, και ανήκει στην οικογένεια των ουρτικιδών (δικοτυλήδονα). Έχει ρίζωμα που έρπει και βλαστό όρθιο,… … Dictionary of Greek
φιστικιά — (πιστακία η γνήσια). Φυτό της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για τα σαρκώδη, ελαιούχα και αρωματικά σπέρματά της, τα οποία χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στην κουφετοποιία, στη μαγειρική ή καταναλώνονται… … Dictionary of Greek
αγενία — (hagenia).Γένος φυτού της οικογένειας των ροδιδών, γνωστό επιστημονικά ως α. η αβησσυνιακή.Είναι ιθαγενές της κεντρικής και ανατολικής Αφρικής. Πρόκειται για φυτό δίοικο (σε άλλα άτομα βρίσκονται τα θηλυκά και σε άλλα τα αρσενικά άνθη), με άνθη… … Dictionary of Greek