Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄχθῃ

См. также в других словарях:

  • ἀχθῇ — ἄγω lead aor subj pass 3rd sg ἀχθέω load pres subj mp 2nd sg ἀχθέω load pres ind mp 2nd sg ἀχθέω load pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχθη — ἄ̱χθη , ἄγω lead aor ind pass 3rd sg (doric aeolic) ἄγω lead aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἄχθος burden neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄχθος burden neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄ̱χθη , ἀχθέω load imperf ind act 3rd sg (doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχθῃ — ἄχθομαι to be loaded pres subj mp 2nd sg ἄχθομαι to be loaded pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γῆς ἄχθη. — См. Землю тяготить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀχθῆι — ἀχθῇ , ἄγω lead aor subj pass 3rd sg ἀχθῇ , ἀχθέω load pres subj mp 2nd sg ἀχθῇ , ἀχθέω load pres ind mp 2nd sg ἀχθῇ , ἀχθέω load pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • землю тяготить(напрасно) — жить на земле без пользы (о бесполезном человеке) Ср. ...Ни в какую работу не годный Слабый, гнилой старичишка, земли бесполезное бремя. Жуковский. Одисс. 20, 378 379. Ср. Γής βάρος. Бремя земли. Diogen. 3, 90. Macar. 2, 98. Ср. Γής άχθη. Plat.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Землю тяготить(напрасно) — Землю тяготить (напрасно) жить на землѣ безъ пользы (о безполезномъ человѣкѣ). Ср. ...Ни въ какую работу не годный, Слабый, гнилой старичишка, земли безполезное бремя. Жуковскій. Одисс. 20, 378 379. Ср. Γῆς βάρος. Пер. Бремя земли. Diogen. 3, 90 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • άχθος — το (AM) βάρος, φορτίο μσν. φρ. «ἄχθη τῆς θαλάσσης» κήτη αρχ. 1. στενοχώρια, λύπη, βάρος 2. φρ. (για οκνηρούς και άχρηστους ανθρώπους) «ἄχθος ἀρούρης» ενόχληση, βάρος της γης. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άχθομαι. ΠΑΡ. αρχ. αχθεινός, αχθίζω. ΣΥΝΘ. αχθοφόρος,… …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • προσκληρώ — όω, Α [κληρῶ] 1. διανέμω με κλήρο («ἄχθη γὰρ ὅτι τούτῳ τῷ βίῳ ἡ τύχη προσεκλήρωσέ σε», Λουκ.) 2. απονέμω, προσδίδω 3. παθ. προσκληροῡμαι, όομαι α) απονέμομαι, αποδίδομαι β) ενώνομαι με κάποιον και τόν ακολουθώ, προσκολλώμαι («καί τινές ἐξ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»