Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄκοντι

См. также в других словарях:

  • ακοντί — ἀκοντὶ επίρρ. (Α) [ἄκων ΙΙ] χωρίς τη θέληση κάποιου, ακούσια …   Dictionary of Greek

  • ἀκοντί — unwillingly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακόντι — το ξύλινο εξάρτημα τής βάρκας, κοντάρι με αγκυλωτό άκρο, που χρησιμοποιείται για την ομαλή προσέγγιση στην αποβάθρα ή για τους ελιγμούς σε ρηχά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀκόντιον, νεοελλ. ακόντιο*] …   Dictionary of Greek

  • ἄκοντι — ἄκων involuntary masc dat sg ἄ̱κοντι , ἀέκων involuntary masc/neut dat sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκων — (I) ἄκων ( οντος), ο (Α) είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *ak «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με ν πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη,… …   Dictionary of Greek

  • ακοντίζω — (Α ἀκοντίζω) 1. ρίχνω το ακόντιο, εξακοντίζω «ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῡ μὲν ἁμαρτάνει, τυγχάνει δὲ τοῡ Κροίσου παιδὸς» (Ηρόδ.) 2. χτυπώ με το ακόντιο «ὲς πλευρὰ καὶ πρὸς ἧπαρ ἠκοντίζετο» (Ευρ.) νεοελλ. 1. χτυπώ, λαβώνω με τη ματιά «και την καρδιά μου… …   Dictionary of Greek

  • προσγίνομαι — ΝΜΑ, προσγίγνομαι Α 1. γίνομαι επιπροσθέτως, προστίθεμαι («τὸ διὰ τῆς θαλάσσης ἐπιστήμονας γενέσθαι οὐ ῥᾳδίως αὐτοῑς προσγενήσεται», Θουκ.) 2. συμβαίνω, γίνομαι, προξενούμαι, προκαλούμαι («παντὶ δὲ ταῡτα ἐχθρὰ καὶ ἄκοντι προσγίγνεται», Πλάτ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • ἄκονθ' — ἄκοντα , ἄκων involuntary masc acc sg ἄκοντι , ἄκων involuntary masc dat sg ἄκοντε , ἄκων involuntary masc nom/voc/acc dual ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary neut nom/voc/acc pl (attic) ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary masc acc sg (attic) ἄ̱κοντι , ἀέκων… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκοντ' — ἄκοντα , ἄκων involuntary masc acc sg ἄκοντι , ἄκων involuntary masc dat sg ἄκοντε , ἄκων involuntary masc nom/voc/acc dual ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary neut nom/voc/acc pl (attic) ἄ̱κοντα , ἀέκων involuntary masc acc sg (attic) ἄ̱κοντι , ἀέκων… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»