Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀσπίδων

См. также в других словарях:

  • ἀσπίδων — ἀσπίς shield fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • аспидовъ — (6) пр. к аспидъ1: ˫аица аспидова извергоша и кросна паоуча ткоуть. (ἀσπίδων) ГА XIII XIV, 70г; азъ же бывъ въ собѣ. помыслихъ исаю пр҃рка гл҃ща ˫аица аспидова разверьже. и паоучину тъкоуть. (ἀσπίδος) ПНЧ XIV, 194а; аспі(д)ва бо ˫аица разбивающе… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ARGOLAE ophiomachi — serpentum genus, quos ex Arg Pelasgico in Aegyptum ab Alexandro translatos, ut aspides interficerent, fabulantur. Suidas Α᾿ργόλαι εἶδος ὄφεων, οὕς ἤνεγκε Μακεδὼν ὁ Α᾿λέξανδρος εν τοῦ Α῎ργους τοῦ Πελασγικοῦ εἰς Α᾿λεξάνδρειαν καὶ ἐνέβαλεν εἰς τὸν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • άσκευος — ἄσκευος, ον (AM) [σκεύος] 1. αυτός που δεν έχει σκεύη 2. αυτός που στερείται κάτι αναγκαίο μσν. «τον ἄσκευον και ἄυλον διαθλευόντων βίον» για την ασκητική ζωή αρχ. 1. ο απροετοίμαστος 2. ο ανεπιτήδευτος, ο απλός 3. ἄσκευοι στρατιώτες με ελαφρό… …   Dictionary of Greek

  • αιγίδα — (αιγίς). Κατά την αρχαιότητα, η λέξη υποδήλωνε οποιοδήποτε επιθετικό ή αμυντικό όπλο των θεών και κυρίως του Δία και της Αθηνάς. Ως επιθετικό όπλο σήμαινε το σύννεφο της θύελλας που εξαπέλυε τις αστραπές και περιέκλειε την έννοια της καταιγίδας,… …   Dictionary of Greek

  • ασπιδοπηγείον — ἀσπιδοπηγεῑον, το (Α) [ασπιδοπηγός] το εργαστήριο κατασκευής ασπίδων …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • θυρεαμαχία — θυρεαμαχία, ἡ (Α) επιγρ. είδος αγωνίσματος, συμπλοκή, μάχη κατά την οποία γινόταν χρήση θυρεών, δηλ. ασπίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρεός «ασπίδα» + μαχία (< μάχος < μάχη), πρβλ. ναυ μαχία, τειχο μαχία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»