Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βραχύτερα

См. также в других словарях:

  • βραχυτέρα — βραχυτέρᾱ , βραχύς short fem nom/voc/acc dual βραχυτέρᾱ , βραχύς short fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυτέρᾳ — βραχυτέρᾱͅ , βραχύς short fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύτερα — βραχύς short neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυτέρας — βραχυτέρᾱς , βραχύς short fem acc pl βραχυτέρᾱς , βραχύς short fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυτέραν — βραχυτέρᾱν , βραχύς short fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυγναθισμός — ο ιδιοτυπία ορισμένων βραχυκέφαλων ατόμων, των οποίων τα δύο κύρια ημιμόρια της κάτω γνάθου είναι βραχύτερα του κανονικού …   Dictionary of Greek

  • γυψόφιλο — (gypsophila).Γένος μονοετών ή πολυετών, ποωδών δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καρυοφυλλιδών. Έχουν πολύκλαδο στέλεχος, ύψους 50 80 εκ., και άφθονα μικρά, λευκά ή ρόδινα άνθη. Τα κατώτερα φύλλα τους φτάνουν σε μήκος τα 7 εκ., ενώ τα… …   Dictionary of Greek

  • έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγα — Τάξη αρπακτικών θηλαστικών που κυρίως τρέφονται με κρέας. Τα σ., που είναι διαδομένα σε όλη την υδρόγειο, σε πολύ διαφορετικές συνθήκες περιβάλλοντος, αν και διαφέρουν κατά τις διαστάσεις και τις μορφές, έχουν κοινά μερικά κύρια χαρακτηριστικά. Η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»