Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥητός

См. также в других словарях:

  • ῥητός — stated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… …   Dictionary of Greek

  • ρητός — ή, ό επίρρ. ά σαφής, ορισμένος, κατηγορηματικός: Γι΄ αυτή την περίπτωση υπάρχει στο συμβόλαιο ρητός όρος. – Του δήλωσα ρητά ότι δε θα του στείλω άλλα χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥητά — ῥητός stated neut nom/voc/acc pl ῥητά̱ , ῥητός stated fem nom/voc/acc dual ῥητά̱ , ῥητός stated fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητότερον — ῥητός stated adverbial comp ῥητός stated masc acc comp sg ῥητός stated neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητῶν — ῥητός stated fem gen pl ῥητός stated masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητόν — ῥητός stated masc acc sg ῥητός stated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητότατα — ῥητός stated adverbial superl ῥητός stated neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηταῖς — ῥητός stated fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥηταί — ῥητός stated fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητοῖς — ῥητός stated masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»