-
1 επίκαιρος
-
2 ἐπίκαιρος
-
3 επικαιρος
21) удобный, выгодный(χωρίον Thuc.; τόπος Arst., Dem.)
2) важный, существенный(νίκη Thuc.; φυλακαί Xen.; προτείχισμα Plut.)
τὰ ἐπίκαιρα καὴ συμφέροντα Soph. — важные и полезные мероприятия3) (тж. ἐ. τοῦ ζῆν Arst.) жизненно важный(ἥπατος φύσις Arst.)
τὸ ἐπικαιρότατον Xen. — наиболее важный (для жизни) участок тела4) опытный, сведущий(ἰατήρ Pind.)
-
4 ἐπίκαιρος
1 opportune, timely ἐσσὶ δ' ἰατὴρ ἐπικαιρότατος sc. Arkesilas P. 4.270 -
5 επίκαιρος
-
6 ἐπίκαιρος
-ος,-ον A 0-0-0-0-4=4 2 Mc 8,6.31; 10,15; 14,22opportune, commodious, convenient -
7 επίκαιρος
[эпикерос] επ своевременный, уместный. -
8 ἐπίκαιρος
ἐπίκαιρ-ος, ον,A in fit time or place, seasonable, opportune, S.OT 875 (lyr.), Th.6.34;νίκη -οτάτη Id.8.106
; of places, ; τὰ ἐ. advantageous positions, X.Hier.10.5;τοὺς ἐ. τῶν τόπων D. 18.27
, cf. Arist.Pol. 1331a21;Κόρκυρα ἐν -οτάτῳ κειμένη Isoc.15.108
;τὰ ἐνδεχόμενα καὶ -ότατα Arist.Rh. 1396b5
; τοῦ πάθους τὸ ἐ. spontaneous outburst of passion, Longin.18.2: also c.gen., τρίποδα..λουτρῶν ἐπίκαιρον, = καιρὸν ἔχοντα λουτρῶν, convenient for.., S.Aj. 1406 (anap.); ἰατὴρ -ότατος helping in time of need, Pi.P.4.270. Adv.- ως Sm.Ps.9.10
, [comp] Sup.- οτάτως Anon.in Rh.132.8
.2. serious, important, ἐ. σημεῖα important symptoms, Hp.Epid.1.25; ἐς τέκμαρσιν Id.Acut. .3. of parts of the body, vital,ἐν τῷ -οτάτῳ ἀφύλακτον X.Eq.12.7
, cf. Arist.GA 766a24; ἐ. τοῦ ζῆν necessary for life, ib. 719a16; of wounds, dangerous,ἐ. τρῶμα Hp.Fract.11
;ἕλκος Id.Acut.46
. Adv.-ρως, τετρῶσθαι Paus.4.8.4
.4. susceptible to disorders, Gal.Nat.Fac.2.8.II. for a time, temporary, opp. ἀΐδιος, Epict.Gnom.8;ἡ τῆς δόξης ἐ. εὐδαιμονία Vett.Val.130.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίκαιρος
-
9 ἐπίκαιρος
ἐπί-καιρος, zur rechten Zeit, am rechten Orte, gelegen; τρίποδ' ἀμφίπ υρον λουτρῶν ὁσίων ϑέσϑ' ἐπίκαιρον, zum Bade tauglich. Auch wie ἐπικαίριος, leicht verwundbar, gefährlich, von Teilen des Körpers. Zeitlich: vorübergehend, Ggstz ἀΐδιος -
10 επίκαιρος
1) acariâtre2) opportun -
11 επίκαιρος
1) dogodny przym.2) odpowiedni przym.3) pomyślny przym.4) stosowny przym. -
12 επίκαιρος
1) včasný2) vhodný -
13 επίκαιρος
opportuneΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επίκαιρος
-
14 včasný
επίκαιρος -
15 opportune
επίκαιρος -
16 pomyślny
επίκαιρος -
17 güncel
επίκαιρος, σύγχρονος -
18 επικαιρότερον
ἐπίκαιροςin fit time: adverbial compἐπίκαιροςin fit time: masc acc comp sgἐπίκαιροςin fit time: neut nom /voc /acc comp sg -
19 ἐπικαιρότερον
ἐπίκαιροςin fit time: adverbial compἐπίκαιροςin fit time: masc acc comp sgἐπίκαιροςin fit time: neut nom /voc /acc comp sg -
20 актуальный
актуальный επίκαιρος \актуальный вопрос το επίκαιρο πρόβλημα* * *актуа́льный вопро́с — το επίκαιρο πρόβλημα
См. также в других словарях:
ἐπίκαιρος — in fit time masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκαιρος — η, ο (AM ἐπίκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση») 2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία») νεοελλ. 1. (για ενέργεια) καίριος,… … Dictionary of Greek
επίκαιρος, -η — ο επίρρ. α 1. που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο: Επίκαιρη συζήτηση. 2. (για τόπους), ο κατάλληλος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό: Τα επίκαιρα σημεία της ορεινής διάβασης. 3. (για ενέργειες), καίριος, αποτελεσματικός: Το χτύπημα ήταν επίκαιρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπικαιρότερον — ἐπίκαιρος in fit time adverbial comp ἐπίκαιρος in fit time masc acc comp sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιροτάτων — ἐπίκαιρος in fit time fem gen superl pl ἐπίκαιρος in fit time masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιροτέρων — ἐπίκαιρος in fit time fem gen comp pl ἐπίκαιρος in fit time masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιρότατα — ἐπίκαιρος in fit time adverbial superl ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιρότατον — ἐπίκαιρος in fit time masc acc superl sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαίρως — ἐπίκαιρος in fit time adverbial ἐπίκαιρος in fit time masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκαιρον — ἐπίκαιρος in fit time masc/fem acc sg ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαιροτάταις — ἐπίκαιρος in fit time fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)