Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κτύπος

См. также в других словарях:

  • κτύπος — crash masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… …   Dictionary of Greek

  • κτύπε — κτύπος crash masc voc sg κτυπέω crash aor imperat act 2nd sg (epic) κτυπέω crash aor ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύποι — κτύπος crash masc nom/voc pl κτύποῑ , κτυπέω crash aor opt act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύποις — κτύπος crash masc dat pl κτυπέω crash aor opt act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπον — κτύπος crash masc acc sg κτυπέω crash aor ind act 3rd pl (epic) κτυπέω crash aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπου — κτύπος crash masc gen sg κτυπέω crash aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπους — κτύπος crash masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπων — κτύπος crash masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτύπῳ — κτύπος crash masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόκτυπος — θεόκτυπος, ον (Μ) αυτός που γίνεται με κτύπους τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. αλί κτυπος βαρύ κτυπος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»