Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φέψαλος

См. также в других словарях:

  • φέψαλος — spark masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέψαλος — και ιων. τ. φέψελος, ὁ, Α 1. σπινθήρας από ξύλα ή από αναμμένα πρίνινα κάρβουνα 2. το κάτω πλατύ τμήμα τής καπνοδόχης («ἀσπὶς ἐν τῷ φεψάλῳ κρεμήσεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φέ ψ αλος (< *φε φσ αλος) έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • φεψάλου — φέψαλος spark masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεψάλῳ — φέψαλος spark masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέψαλοι — φέψαλος spark masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φέψαλον — φέψαλος spark masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεψάλυξ — υγος, ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. φέψαλος* 2. μτφ. ίχνος («ἀλλ οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα υξ, υγος (πρβλ. πομφόλ υξ)] …   Dictionary of Greek

  • ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… …   Dictionary of Greek

  • φέψελος — ὁ, Α ιων. τ. βλ. φέψαλος …   Dictionary of Greek

  • φεψαλούμαι — όομαι, ΜΑ [φέψαλος] (ποιητ. τ.) καίγομαι και μετατρέπομαι σε τέφρα, καίγομαι εντελώς αρχ. μτφ. εξουθενώνομαι …   Dictionary of Greek

  • φεψαλώ — έω, Μ [φέψαλος] καίω κάτι και τό μετατρέπω σε τέφρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»