Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τεταγμένοι

См. также в других словарях:

  • τεταγμένοι — τάσσω draw up in order of battle perf part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • PENSITATIONES Publicae — Azoni in summa C. si propter publ. pensit, vend. fuer. celeb. dicuntur exactiones tributorum vel vestium vel auri vel argenti, quae a certis personis debebantur fisco: etiam ea, quae ad viarum vel pontium refectionem praestanda sunt a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • φύλαξη — η / φύλαξις, άξεως, ΝΜΑ [φυλάσσω] νεοελλ. 1. περιφρούρηση, διαφύλαξη («φύλαξη τών θησαυρών του») 2. στάση κατά τη λογχομαχία νεοελλ. μσν. προφύλαξη, προστασία μσν. αρχ. φρούρηση («εἰς πόλεως φύλαξιν τεταγμένοι», Νικ. Χων.) αρχ. ασφάλεια,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»