-
1 ἐξαιρετός
A removable, Hdt.2.121.ά; βάλανοι Aen.Tact. 20.3
;στελεοί J.AJ3.6.6
; ἐξαίρετα, τά removable parts of a machine, Orib.49.5.81.II ἐξαίρετος, ον, taken out, and so,1 picked out, chosen, choice,κοῦροι Ἰθάκης ἐξαίρετοι Od.4.643
;γυναῖκες Il.2.227
;ἕνα ἐ. ἀποκρίνειν Hdt.6.130
; esp. of booty and things given as a special honour, not assigned by lot,χρημάτων ἐ. ἄνθος A.Ag. 954
; , etc.;ἐ. τι ἐκτῆσθαι Hdt.8.140
.β; ἐ. οἰκόπεδον SIG 141.5
(Issa, iv B. C.);διδόναι X.Cyr.8.4.29
;δίδοσθαι Hdt.2.98
, 3.84.2 excepted,ἐ. τίθημι τὴν ἀκουσίαν S.Fr. 746
;ποιεῖσθαι Th.3.68
, cf. D.40.14;ἐ. μοι δὸς τόδ' E.IT 755
;οὐδ' ἐστὶν ἐ. ὥρα τις ἣν διαλείπει D.9.50
, cf. D.H.6.50; τριήρεις ἑκατὸν ἐξαιρέτους ἐψηφισάμεθα εἶναι to be set apart for special service, And.3.7;χίλια τάλαντα ἐ. ποιήσασθαι Th.2.24
.3 special, singular, remarkable,ἐ. μόχθος Pi.P. 2.30
;οὐδὲν ἐ. οὐδ' ἴδιον πεποίημαι D.18.281
;ἐ. αὑτῷ τυραννίδα περιποιεῖσθαι Aeschin.3.89
;βασιλείαν ἐ. αὑτοῖς παρ' ἐκείνων ἔλαβον Isoc. 6.20
; στρατηγία ἐ. extraordinary praetorship, Plu.Cat.Mi.39; τούτῳ μόνῳ ἐξαίρετόν ἐστι ποιεῖν ὅτι ἂν βούληται he alone has the special privilege.., Lys.10.3, cf. D.19.247; specially,POxy.
907.10 (iii A. D.), etc.; par excellence, Eustr. in EN348.1;ἐ. τινος
peculiar to,Jul.
Or.1.5c;ἰδιότητος Procl.Inst.21
.III ἐξαίρετα, τά, = ἀναλώματα, Ath.Mitt.13.249 (CR40.18), Heberdey-Wilhelm Reisen in Kilikien p.161.IV Adv. - τως specially,φίλανδρος IG12(7).395.14
([place name] Amorgos), cf. Plu.2.667f, POxy.1675.6, etc.; in a special degree, Arr. Epict.1.6.12;ὃν ἐ. τῶν φίλων στέργω BMus.Inscr.481
*.393 (Ephesus, ii A. D.); exclusively, characteristically, A.D.Synt.194.1; for choice, for preference, PMag.Lond.121.652.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαιρετός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский