-
1 Χορών
-
2 Χορῶν
-
3 χορών
-
4 χορῶν
-
5 κύκλιος
A round, circular,ἀσπίς Archestr.Fr.13.3
; ὕδωρ κύκλιον, of the Delian lake (cf. τροχοειδής), E.IT 1104 (lyr.).II κύκλιος χορός, ὁ, ci cular or cyclic chorus, prop. of any which were danced in a ring round an altar, chiefly used of dithyrambic choruses, opp. those which were arranged in a square (τετράγωνοι Timae.44
), Ar.Nu. 333, Ra. 366, Fr.149.10, X.Oec. 8.20, Aeschin.3.232, etc.;ἐν τῷ ἀγῶνι τῶν κ. χορῶν Schwyzer 91.26
(Argos, iii B.C.); τῶν κ. (without χορῶν) Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7 (Nisyros, iii B.C.), cf. Inscr.Cos13.4;ἐν τοῖς κ. ἀγῶσιν OGI213.38
(Didyma, iv/ iii B.C.); invented by Arion, Arist.Fr. 677: henceκύκλιον ὠρχήσαντο Call.Del. 313
;εἱλισσόμεναι κύκλια E.IA 1055
(lyr.).2 κ. μέλη dithyrambs, Ar.Av. 918; κύκλιος ἀναβολή Eup.l.c.3 = κυκλικός 11, AP11.130 (Poll.).4 = χορίαμβος, Sch.Heph.p.303 C.III name of month at Epidaurus, IG42(1).115.23 (iv/iii B.C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κύκλιος
-
6 πόνος
πόνος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οις, -ους.)a labour, trialἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον O. 1.60
εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34
τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67
[ πόνων (coni. Er. Schmid: βωμῶν, βωμῷ codd.) O. 10.25]εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι O. 11.4
τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54
πέμψε δ' Ἑρμᾶς χρυσόραπις διδύμους υἱοὺς ἐπ ἄτρυτον πόνον i. e. the voyage of the Argo P. 4.178 ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον i. e. of ploughing with the bulls of Aietes P. 4.243πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν P. 5.54
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι P. 10.42
ἀλλ' ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο P. 12.18
ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός N. 4.1
εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν. τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
“ παῦροι δ' ἐν πόνῳ πιστοὶ βροτῶν καμάτου μεταλαμβάνειν” N. 10.78 “Αἴαντα, λαῶν ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου” I. 6.54πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν Pae. 6.89
ἐμοὶ δὲ τοῦτ[ον δ]ιέδω[κ.ν] ἀθάνατον πόνον (Π̆{S}: πορον Π: sc. of creating poetry) Πα. 7B. 22. ]γὰρ ἐπῆν πόνος Pae. 8.88
κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143 νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις ἑλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. esp., of athletic effort,ἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.
15.ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον, οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24
Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24
ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42
καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις I. 3.17
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ I. 4.47
μὴ φθόνει κόμπον τὸν ἐοικότ' ἀοιδᾷ κιρνάμεν ἀντὶ πόνων I. 5.25
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.11
γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
fig., ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας i. e. of catching fish P. 2.79b work, that upon which one labo<*>rs μελισσᾶν ἀμείβεται τρητὸν πόνον i. e. honeycomb P. 6.54 πόνοι χορῶν[ ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 16, cf.χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα N. 3.12
-
7 χορός
χορός (-ός, -όν, -οί, -ῶν, -ούς.)a troopἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114
b choir, chorusπρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23
πόνοι χορῶν[ ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 1. οἰχνεῖ τε Σεμέλαν ἑλικάμπυκα χοροί fr. 75. 19. ἔνθα ἀριστεύοισιν καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199. 3.c dance, dancingοὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας O. 14.9
παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.38
ἱστάμεναι χορὸν [ταχύ]ποδα παρθένοι Pae. 2.99
δεῦτ' ἐς χορόν, Ὀλύμπιοι fr. 75. 1. πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορόν Παρθ. 2. 39.d fragg. ]δᾳ[. ]ε χορόν Pae. 3.101
]ε χορὸν ὑπερτατ[ Πα. 12. a. 10. -
8 διδασκαλία
δῐδασκᾰλ-ία, ἡ,A teaching, instruction, Pi.P.4.102, Even.1, Hp. Lex2, X.Cyr.8.7.24, Pl.R. 493b, etc.; δ. ποιεῖσθαι, c. acc. et inf., Th.2.42; δ. παρέχειν serve as a lesson, ib.87; ἐκ δ., opp. ἐξ ἔθους, Arist.EN 1103a15.3 official instructions, PLips.64.24 (iv A. D.); πρὸς διδασκαλίαν for information, POxy. 1101.4 (iv A. D.).II training, rehearsing of a chorus, etc.,δ. τῶν χορῶν Pl.Grg. 501e
, cf. Simon.147.5, Plu.2.1096a, etc.; also, the dramas produced, Id.2.839d, Cim.8, Per.5, AP7.37 (Diosc.).2 διδασκαλίαι, αἱ, Catalogues of the Dramas, their writers, dates, and success, title of compilation by Arist. and others, D.L.5.26, cf. Sch.Ar.Ra. 1155, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδασκαλία
-
9 κατάστασις
I trans., settlement, establishment, institution,χορῶν A.Ag.23
, cf. Ar. Th. 958;πραγμάτων ἀρχὴ καὶ κ. πρώτη D.18.188
; αὕτη ἡ κ. τῆς δημοκρατίας mode of establishing democracy, Pl.R. 557a; ἐπιτροπῆς κ. constitution of a wardship, Arist.Ath.56.6: also c. gen. agentis, δαιμόνων κ. their ordinance, decree, E.Ph. 1266.2 appointment of magistrates, ἀρχόντων, δικαστῶν, etc., Pl.R. 414a, 425d;τῶν τετρακοσίων Arist.Ath.41.2
, etc.;αἱ περὶ τὰς ἀρχὰς κ. Pl. Lg. 768d
.b at Athens, payment on enrolment in the cavalry, Eup. 268, Pl.Com.165, Lys.16.6 (pl.).3 bringing of ambassadors before the senate or assembly, introduction, presentation, Hdt.3.46, 8.141, 9.9.4 κ. ἐγγυητῶν bringing one's bail forward, D.24.83,84; ἐμφανῶν production of goods, etc., in dispute, Id.53.14, Arist.Ath.56.6, Is.6.31.5 pleading of a case,τὰ πρὸς τὴν κ. δικαιώματα PPetr.3p.55
(iii B.C.), cf. PAmh.2.33.7 (ii B.C.), etc.; opp. ἀφήγησις, Aps.p.251 H.; opp. διήγησις, Corn.Rh.p.371 H., cf. Syrian.in Hermog.2.64R.;αἱ κ. τῶν δημηγοριῶν Arist.Rh.Al. 1438a2
; f.l. for προκατάστασις, Hermog.Inv.2 tit.6 settling, quieting, calming,εἰς ἠρεμίαν καὶ κ. ἐλθεῖν Arist.Ph. 247b27
; ἔστω πράϋνσις κ. καὶ ἠρέμισις (- ησις codd.) ;πρᾳότης κ. κινήσεως τῆς ὑπ' ὀργῆς Pl.Def. 412d
;κατάστασιν ὥσπερ ἐκ μανίας ὁ πότος ἐλάμβανεν Plu.2.704e
; opp. μανία, S.E.M.7.404: hence, of disease, opp. παροξυσμός, Hp.Aph.1.12 (pl.), Epid.1.25 (pl.).7 restoration, opp. διαφθορά, Pl.Phlb. 46c; εἰς δέ γε τὴν αὑτῶν φύσιν ὅταν καθιστῆται, ταύτην αὖ τὴν κ. ἡδονὴν ἀπεδεξάμεθα ib. 42d; [ἡ ἡδονὴ] κ. εἰς τὴν ὑπάρχουσαν φύσιν Arist.Rh. 1369b34
.8 rarely, setting of fractures, Hp.Fract.31, cf. Gal.18(2).590.II intr., standing firm, settled condition, fixedness,κ. γένοιτ' ἂν οὐδενὸς νόμου S.Aj. 1247
.2 state, condition, οὕτω δὴ ἀνθρώπου κ. so is the condition of man, Hdt.2.173;ἐν ἀνθρώπου φύσι καὶ καταστάσι Id.8.83
;ἡ αὐτὴ κ. ἐστι τῇ πρὸ τῆς γενέσεως ἡ μετὰ τὴν τελευτήν Epicur.Fr. 495
; of climatic and seasonal conditions, Hp.Epid.1.3,20;αἱ κ. τοῦ ἐνιαυτοῦ Id.Aph.3.15
;ἀέρος Thphr.HP8.8.7
;λοιμικὴ κ. Plb.1.19.1
, Dsc. 4.115 (pl.); νηνεμία καὶ κ. settled weather, Plu.2.281b;θαυμαστή τις εὐδίας κ. Luc.Halc.4
;κ. τοῦ χρώματος καὶ σώματος Hp.Prorrh.2.4
; κ. ὀμμάτων, προσώπου, E.Med. 1197, Plu.2.260c;κ. κακῶν E.Hipp. 1296
; νυκτὸς ἐν κ. in the stillness of night, Id.Rh. 111; ἐν τοιαύτῃ κ. τῆς ἡλικίας at such a mature age, Hyp.Fr. 205;τὰς ψυχὰς ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν κ. ἄγειν Pl.R. 547b
;οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει κ. Arist.HA 601b7
; equiv. to διάθεσις, Id.Rh. 1370a2; state of affairs, Isoc.4.115, D.18.62, Plb.2.71.2; also τὴν προσήκουσαν ἔχειν κ. the proper attitude, Carneisc. Herc.1027.10.3 settled order or method, system,ἀπὸ φύσιος καὶ κ. ἀρχαίης Democr.278
; esp. of political constitutions,ἐχρᾶτο καταστάσι πρηγμάτων τοιῇδε Hdt.2.173
;Κορινθίοισι ἦν πόλιος κ. τοιήδε Id.5.92
.β; ἡ κ. τῆς πόλεως Pl.R. 426c
;κ. πολιτείας Id.Lg. 832d
, Arist.Ath.42.1; λέγεις δὲ.. τὴν ποίαν κ. ὀλιγαρχίαν; Pl.R. 550c;ἡ παροῦσα κ. Isoc.3.55
, cf. 26, Arist.Pol. 1292a35;τῆς περὶ τοὺς ἀγῶνας κ. CIG2741
([place name] Aphrodisias);ἡ πρώτη κ. τῶν περὶ τὴν μουσικὴν ἐν τῇ Σπάρτῃ Plu.2.1134b
.5 Gramm., construction,ἡ δέουσα κ. A.D. Synt.132.3
(but τῆς κ. οὕτως ἐχούσης the state of the case being as follows, Id.Adv.157.1).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατάστασις
-
10 λογιστής
II auditor, esp. at Athens, in pl., a board which audited the accounts of magistrates going out of office, Aeschin.3.15, D.18.117,229; also called εὔθυνοι acc. to Arist.Pol. 1322b11, but distd. from them, Id.Ath.48.3, IG12.91, 22.956; also at Delos, ib.11(2).203 A63 (iii B. C.); in Egypt, λ. Ὀξυρυγχίτου (sc. νομοῦ) POxy.84.2, etc.;λ. κώμης PKlein.Form.617
(v A. D.): metaph., λογισταὶ τῶν.. χορῶν, of the audience, Eup.223.2 = Lat. curator rei publicae, an Imperial commissioner and inspector of accounts, IGRom.3.39 ([place name] Bithynia), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογιστής
-
11 παῖς
παῖς, also [full] παῦς (q. v.), παιδός, ὁ, ἡ, gen. pl. παίδων, [dialect] Dor. παιδῶν Greg.Cor.p.317 S.; dat. pl. παισί, [dialect] Ep.Aπαίδεσσι Od.3.381
, etc.; in early [dialect] Ep. freq. disyll. in nom. [full] πάϊς, e. g. when forming part of two different feet, Il.2.609, 5.704, etc.; prob. also in the fifth foot, 9.57, 11.389; and before bucolic diaeresis, 2.205, al.; also in Lyr., Sapph.38, 85; and in [dialect] Boeot., IG7.690, al. ([place name] Tanagra), cf. πῆς; πάϊ [ᾰῑ] Od.24.192 ( παιδ- is never disyll. in oblique cases in Hom.); acc.πάϊν A.
R.4.697, AP3.8 (Inscr. Cyzic.), 9.125; gen. παϊδός Epigr. ap. Luc.Symp.41; dat. παϊδί prob. in Anacr.17:I in relation to Descent, child, whether son, Il. 2.205, 609, al. (with special reference to the father, opp. τέκνον, q.v.): pl., Th.1.4, etc.; or daughter, Il.1.20, 443, 3.175;παῖδες ἄρρενες καὶ θήλειαι Pl.Lg. 788a
; παῖς, opp. κόρα, Berl.Sitzb.1927.7 ([dialect] Locr., v. B.C.); of an adopted son,ἀλλά σε παῖδα ποιεύμην Il.9.494
;παίδων παῖδες, τοί κεν μετόπισθε γένωνται 20.308
, cf. Pi.N.7.100, Inscr.Cypr.135.11 H., etc.;Ἀγήνορος παῖδες ἐκ παίδων E.Ph. 281
; freq. in orators of legal issue, Isoc.19.9, Is.7.31, etc.; of animals, A.Ag.50 (anap.).2 metaph., ἀμπέλου π., of wine, Pi.N.9.52;χορῶν ἐραστὴς κισσὸς ἐνιαυτοῦ δὲ παῖς Chaerem.5
; ὀρείας πέτρας π., of Echo, E.Hec. 1110; ὅρκου π. ἀνώνυμος, of the penalty of perjury, Orac. ap. Hdt.6.86.γ; ἄναυδοι π. τᾶς ἀμιάντου, of fishes, A.Pers. 578 (lyr.).3 periphr., οἱ Λυδῶν παῖδες sons of the Lydians, i. e. the Lydians, Hdt.1.27, cf. 5.49;π. Ἑλλήνων A.Pers. 402
; οἱ [Ἀσκληπιοῦ] π., i. e. physicians, Pl.R. 407e; οἱ ζωγράφων π. painters, Id.Lg. 769b; παῖδες ῥητόρων orators, Luc. Anach.19; π. ἰατρῶν, π. πλαστῶν καὶ γραφέων, Id.Dips.5, Im.9; cf.υἱός 2
.II in relation to Age, child, boy or girl,νέος π. Od.4.665
;παῖδες νεαροί Il.2.289
;σμίκρα π. Sapph.34
: with another Subst., π. συφορβός boy-swineherd, Il.21.282;παῖδα κόρην γαμεῖν Ar.Lys. 595
;ἐν παισὶ νέοισι π. Pi.N.3.72
;π. ἔτ' ὤν A.Ch. 755
, cf. Il.11.710;ἔτι π. Pl.Prt. 310e
; παιδὸς μηδὲν βελτίων ib. 342e: distd. from παιδίον, μειράκιον, Hp.Hebd.5, cf. X.Smp.4.17, Cyr.8.7.6, 1.2.4; ἐκ παιδός from a child, Pl.R. 374c;ἐκ παιδὸς εἰς γῆρας Aeschin.1.180
;ἐκ τῶν παίδων εὐθύς Pl.Lg. 694d
, cf. R. 386a;ἀκούων τῶν παίδων εὐθύς Id.Lg. 642b
;εὐθὺς ἐκ παίδων ἐξελθών D.21.154
; ἡλικίαν ἔχειν τὴν ἄρτι ἐκ π. to be just out of one's childhood, X.HG5.4.25;ἐκ μικρῶν π. Arist.Pol. 1336a14
; [Ἡρακλῆς] ἐν παισὶν ὄφεις ἀπέκτεινεν D.C.56.36
; ἐν παισὶ (v.l. παιδὶ)ποιμαίνων Hdn.6.8.1
; χορηγεῖν παισί (cf.χορηγέω 11
): prov.,τοῦτο κἂν π. γνοίη Pl.Euthd. 279d
;δῆλον τοῦτό γε ἤδη καὶ παιδί Id.Smp. 204b
;παῖδας [τοὺς πρὸ αὐτοῦ] ἀπέφηνε Luc.Peregr.11
, cf. Alex.4; ἔνι τις καὶ ἐν ἡμῖν π., of the superstitious fears of a child, Pl. Phd. 77e, cf. Porph.Abst.1.41. -
12 συμμετέχω
A partake of with, take part in with, c. dat. pers. et gen. rei,Βάκχαις συμμετασχήσω χορῶν E.Ba.63
; τινὶ τῆς μάχης, τῆς ἀριστείας, Plu.Pyrrh.4, TG4: c. dat. pers., PLond.5.1660.19 (viA.D.): c. gen. rei, ;τοῦ ἔργου X.An.7.8.17
(v.l.); : abs., Pl.Tht. 181c: cf. συμμετίσχω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμμετέχω
-
13 συμφωνία
συμφων-ία, ἡ,A concord or unison of sound,τὴν ἐν τῇ ᾠδῇ ἁρμονίαν, ἢ δὴ σ. καλεῖται Pl.Cra. 405d
;ἡ γὰρ ἁρμονία σ. ἐστί, σ. δὲ ὁμολογία τις Id.Smp. 187b
, cf. R. 430e;λόγος ἀριθμῶν ἐν ὀξεῖ ἢ βαρεῖ Arist.AP0.90a18
, cf. de An. 426a29; .2 of two sounds only, musical concord, accord, such as the fourth, fifth, and octave, Pl.R. 531a, 531c; ἡ διὰ πασῶν ς. Arist.Pr. 921a13, cf. Hp.Vict.1.8; distd. from mere ὁμοφωνία, Arist.Pol. 1263b35.3 harmonious union of many voices or sounds, concert, οἱ τῶν σ. λόγοι, the Pythag. doctrine of the music of the spheres, Id.Cael.290b22, cf. IG14.793 ([place name] Naples).II metaph., harmony, agreement, Pl.Lg. 689d, Arist.Pol. 1334b10;σ. τις καὶ ἰσότης Thphr.Fr.89.8
;σ. τῷ λόγῳ Pl.R. 401d
;σ. [τῆς ψυχῆς] ἑαυτῇ Id.Ti. 47d
; μείξας πάντα κατὰ συμφωνίαν, of a cook, Damox.2.54; unanimily,σ. τῶν ἱστορησάντων Gal.15.134
; opp. διαφωνία, ib. 440; concordance, of theory with observed fact, ἔχειν τοῖς φαινομένοις ς. Epicur.Ep.2p.36U., cf. Phld.Mort.10; also ἡ πρὸς τὰ πάθη ς. Polystr.p.15 W.: in concrete sense, ἡ σ., = τὸ συμπεφωνημένον (cf.συμφωνέω 11.2
), the amount agreed upon, Ostr.364 (i A.D.).III band, orchestra,Ἑλληνικά 1.19
(Gytheum, i A.D.), PFlor.74.5 (ii A.D.), POxy.1275.9 (iii A.D.), and so perh. in Plb.26.1.4, 30.26.8, but used of a musical instrument in LXXDa.3.5; so Lat. symphonia, of a kind of drum, Isid.Etym.3.22.14, but of a wind instrument, Plin.HN8.157; symphoniae et cymbala strepitusque, Cels.3.18.10;ἤκουσε συμφωνίας καὶ Χορῶν Ev.Luc.15.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμφωνία
-
14 συνῳδία
συνῳδία, ἡ,A concord, and metaph., agreement, assent, Pl.Lg. 837e, etc.: lit.,συνῳδίαι χορῶν Aristid.Or.18(20).7
; of the Spheres, Iamb. VP15.65: also [full] συνᾰοιδία, Onatas ap. Stob.1.1.39; [full] συνῳδή, concentus, Gloss., cf. Charis.p.552 K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνῳδία
-
15 τητάομαι
A to be in want,σὺ δὲ τητᾷ Hes.Op. 408
; τὸ τητᾶσθαι privation, S.El. 265; τητῶνται shd. be read for ἡττῶνται (or ἀπατῶνται ) in X.Cyr.8.4.33.2 elsewh. always c. gen., to be in want of, be deprived or bereft of,φίλων τατώμενος Pi.N.10.78
, cf. E.Hel. 274; [ἀνδρός], πατρός, νυμφίων, S.OC 1618, E.Heracl.24, Hec. 324;τῶν ἐμῶν τ. πρὸς τοῦ κακίστου S.Ph. 383
;ἀδέρκτων ὀμμάτων Id.OC 1200
;Ἑλλάδος τητώμενοι E.Heracl.31
; χορῶν τ. Id.El. 310;χαρμάτων τητώμεθα Id.Or. 1084
;ῥυθμοῦ τε καὶ ἁρμονίας Pl.Lg. 810b
; ;ἔργου Jul.Or.4.134c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τητάομαι
-
16 τρόπαιον
A trophy, i. e. a monument of the enemy's defeat (τροπή 11
), usu. made of wood (D.S.13.24), but sts. of bronze (Plu.Alc.29), or stone (Paus.1.33.2);τ. στῆσαι Th.2.92
, etc.: freq. with gen.,στῆσαι τροπαῖα τῶν κακῶν E. Or. 713
;τ. αὐτοῦ στήσομαι Id.Andr. 763
; ὅταν τροπαῖα πολεμίων στήσῃ στρατός ib. 694;τ. ἂν στήσαιτο τῶν ταύτης τρόπων Ar.Pl. 453
;τροπαῖα τῶν πολεμίων ἀποδεῖξαι And.1.147
;ἔστησαν τ. ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος τῶν βαρβάρων Lys.2.25
, cf. X.An.7.6.36; also θήσειν τροπαῖα, θράσους θέσθαι τροπαῖον, A.Th. 277, Ar.Lys. 318;τροπαῖ' ἱδρύεται E.Heracl. 786
; τ. πῶς ἀναστήσεις Διί; Id.Ph. 572;τ. ἐγεῖραι Luc.Dem. Enc.40
;νίκης τ. S.Tr. 751
; στῆσαι τ. τῆς τροπῆς, τῆς ἱππομαχίας, for, in memory of.., Th.2.92, 6.98; so ;χορῶν.. νίκης ἔστησε τροπαῖα Ar.Eq. 521
(anap.); so στῆσαι τροπαῖα κατὰ or ἀπὸ τῶν πολεμίων, Lys.18.3, Aeschin.3.156, cf. Isoc. 5.148, D. 20.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρόπαιον
-
17 χορός
χορός, ὁ,A dance, ;μετὰ μελπομένῃσιν ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος Il.16.183
;τοὶ δ' ἄνδρες ἐν ἀγλαΐῃς τε χοροῖς τε τέρψιν ἔχον Hes.Sc. 272
, cf. 277;εἰς χ. ἐλθέμεν Il.15.508
, cf. Od.18.194;οὐδέ κε φαίης ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ' ἐλθεῖν, ἀλλὰ χορόνδε ἔρχεσθ' ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν Il.3.393
, 394;χορῷ καλὴ Πολυμήλη 16.180
: later of the dance as a public religious ceremony,Διόνυσον τιμώσας χοροῖς E.Ba. 220
;φυλῆς Ἀκαμαντίδος ἐν χοροῖσιν Simon.148
, cf. Hdt.2.48, Isoc.9.1; χοροὺς ἀνῆγον αἱ πόλεις (sc. εἰς τὴν Δῆλον) Th.3.104; [pref] πεν-ἀνδρῶν χ. Simon.147
, cf. Sch.Aeschin.1.10; κύκλιος χ. (v. κύκλιος) ; θυσίῃσί σφεα (sc. Δαμίην καὶ Αὐξησίην) ; ;παιδικὸς χ. Is.7.40
, etc.;χ. ἀνδρικός X.HG6.4.16
, cf. Pl.Lg. 665b; τραγικοὶ χοροί, at Sicyon, Hdt.5.67: hence of the chorus in the Attic drama,οἱ χ. τῶν τραγῳδῶν Ar.Av. 787
, cf. Pax 807 (lyr.); χ. τραγικός, κωμικός, Arist.Pol. 1276b4; also χ. τρυγικός, τρυγῳδικός, Ar.Ach. 628 (anap.), 886; arranged in six rows, Cratin. 173; ὃς οὐκ ἔδωκ' αἰτοῦντι Σοφοκλέει χορόν (of the archon to whom the poet applied) Id.15;χ. αἰτεῖν Ar.Eq. 513
(anap.); , etc.; χορὸν λαβεῖν, ἔχειν, Ar.Ra.94, Pax 803, 807 (lyr.); χ. συλλέξαι, χοροὺς ἀθροίζειν (i.e. from the tribe), Antipho 6.11, X.Hier.9.4; [χοροὺς] διδάσκειν ibid.;χορὸν εἰσάγειν Ar.Ach.11
: general phrases,χοροὺς ἱστάναι Hdt.3.48
(v. supr.), S.El. 280;ἔστασεν Pi.P.9.114
;ἱερὸν χ. ἵστατε Νύμφαις Ar.Nu. 271
(anap.), cf. Av. 220 (anap.); (anap.);χορῶν κατάστασις Id.Ag.23
, cf. Ar.Th. 958;τοῖς χ. νικᾶν X.Mem.3.4.3
; χοροῦ προεστάναι ibid.;χορῷ χορηγεῖν Pl.Grg. 482b
, etc.II choir, band of dancers and singers, h. Ven. 118, Pi.N.5.23, Fr. 199;συμφωνία καὶ χοροί Ev.Luc.15.25
.2 generally, choir, troop, ;μελιττῶν Ael.NA5.13
;χ. καλλίμορφος τέκνων E.HF 925
, cf. Pl.Prt. 315b, Tht. 173b, etc.; of things,ἄστρων αἰθέριοι χ. E.El. 467
(lyr.), cf. Mesom.Sol.17; χ. σκευῶν row of dishes, X.Oec.8.20; χ. δονάκων row of reeds, i. e. Pan's pipe, Coluth.124; χ. ὀδόντων a row of teeth, Gal.UP11.8 (hence οἱ πρόσθιοι χοροί, for the front teeth, Ar.Ra. 548); τὴν σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν; in what class shall we place it? Pl.Euthd. 279c, cf. Chor.12.28 p.160 F.-R.III place for dancing,ἐν δὲ χ. ποίκιλλε.. Ἀμφιγυήεις Il. 18.590
;λείηναν δὲ χ. Od.8.260
, cf. 264; ; Νυμφέων καλοὶ χ. ἠδὲ θόωκοι ib. 318; at Sparta the ἀγορά was called χορός, Paus.3.11.9; so perh. in Crete, Supp.Epigr.2.509.6 (Eltynia, prob. v B. C.): v. infr. (Acc. to Hsch. χορός = κύκλος, στέφανος, and therefore prop. denotes a ring-dance.) -
18 ἅμιλλα
A contest for superiority, conflict,τῶν νεῶν ἅμιλλαν.. ἰδέσθαι Hdt.7.44
; ἅ. ἵππων horse-race, ib. 196, cf. Pi.O.5.6, I.5(4).6; ῥιμφαρμάτοις ἁμίλλαις in racing of swift chariots, S.OC 1063, cf. El. 861; ἅ. ἀγαθῶν ἀνδρῶν contest of brave men, D.20.108; ; ; of boat-races, IG22.1028.20, Pl.Com. 183.2 c.gen.rei, ἰσχύος trial of strength, Pi.N.9.12 (pl.);πτερύ γων ἁμίλλαις A.Pr. 129
; ποδοῖν, λόγων, φρονήματος, E.IA 212, Med. 546, Andr. 214; : c. gen. obj., ἅ. λέκτρων contest for marriage, E.Hipp. 1141;ἔρωτος Gorg.Hel.5
: abs., eager desire, Herod.6.68 (s.v.l.):—alsoἅ. περί τινος Isoc.10.15
; freq.in Poets with Adj., ἅ. φιλόπλουτος, πολύτεκνος striving after wealth or children, E. IT 411, Med. 557: with gen.in adjectival sense, ἅ.αἵματος, = αἱματόες σα, Id.Hel. 1155:—phrases: ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι propose contest, Id.Andr. 1020, Med. l.c.; ἅ. ποιεῖσθαι contend eagerly, ὅκως .. Hdt.8.10; ἅ. ἐποιοῦντο they had a race, Th.6.32;ἅ. ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Pl.Lg. 830d
; εἰς ἅ. ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν, E.Tr. 621, Hec. 226;πρὸς ἅ. ἐλθεῖν Id.Med. 1083
; ἅ. γίγνεται ὅπως .. struggle arises, Th.8.6. -
19 ἐρέθισμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρέθισμα
-
20 ὑπεύθυνος
ὑπεύθῡνος, ον,A liable to give account for one's administration of an office, responsible, ὑ. ἀρχή, opp.μουναρχίη, Hdt.3.80;τραχὺς μόναρχος, οὐδ' ὑ. κρατεῖ A.Pr. 326
, cf. Ch. 715;οὐχ ὑπεύθυνος πόλει Id.Pers. 213
; ὑ. τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν we who advise are responsible, while you who hear are irresponsible, Th. 3.43; οἱ ὑ., at Athens, magistrates who, on quitting office, had to give an account of their administration to examiners ([etym.] εὔθυνοι ) and (if they had handled public funds) to auditors ([etym.] λογισταί), Ar.Eq. 259, V. 102, Antipho 6.43, etc.;ὁπόσοι ἄρχοντες ἐν μιᾷ πόλει γεγένηνται, ὑ. εἰσιν And.4.30
; ἄνδρες λογισταὶ τῶν ὑ. χορῶν, addressed to the spectators, who were 'auditors' and judges of the performance, Eup.223.2 c. gen., under liability for, answerable for, ὑ. ἑτέρας ἀρχῆς Jusj. ap. D.24.150;προκλήσεως Id.45.43
; of slaves, σῶμα ὑ. ἀδικημάτων their body is liable for their misdeeds, i.e. they must pay for them with their body, Id.22.55; τῆς ἀγνοίας ὑ. held responsible for it, Id.18.196;τῆς φωνῆς Luc.Salt.27
.3 c. dat., ὑ. κινδύνῳ, ὑ. τιμωρίᾳ, Lycurg.129, 148, cf. BCH17.242 ([place name] Phrygia): c. dat. pers., responsible to another, dependent on him,ὑ. ὢν οὐδενί D.18.235
; διδόναι ἑαυτὸν ὑ. τῇ τύχῃ, etc., ib.189, cf. Aeschin.2.170;τῇ γνώμῃ τῶν πολλῶν Phld.Ind.Sto.21
.II Adv.- νως Poll.3.139
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεύθυνος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Χορῶν — Χορός dance masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορῶν — χορός dance masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Στράτου, Δώρα — Ιδρύτρια του ομώνυμου συγκροτήματος Ελληνικών Λαϊκών Χορών (Αθήνα 1903 – 1988). Σπούδασε πιάνο, χορό και θέατρο στην Αθήνα και στο εξωτερικό, όπου έζησε από το 1922 1932 (Βερολίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη). Η δημιουργική εργασία της στον τομέα της… … Dictionary of Greek
καμπούκι — Είδος λαϊκού ιαπωνικού θεάτρου, το οποίο εμφανίστηκε στις αρχές του 17ου αι. Βασιζόταν κυρίως στον χορό και στην παντομίμα, τα οποία εναλλάσσονταν με κωμικά ιντερμέδια. Σύμφωνα με την παράδοση, οι πρώτες παραστάσεις κ. ανέβηκαν στη σκηνή από τη… … Dictionary of Greek
σουίτα — (Μουσ.). Σύνθεση για ορχήστρα, που αποτελείται από διάφορα μέρη και είναι συνήθως σειρά χορών στην ίδια τονικότητα, αλλά με διαφορετικό ρυθμό και χαρακτήρα. Στην αρχή αποτελούνταν από δύο μέρη (μια παβάνα και μια γκαλιάρντα αρκούσαν για να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek