Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παροξυσμός

См. также в других словарях:

  • παροξυσμός — irritation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυσμός — ο, ΝΜΑ [παροξύνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση 2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων νεοελλ. 1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται …   Dictionary of Greek

  • παροξυσμός — ο 1. έξαψη, ερεθισμός. 2. παροδική νευρική κρίση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παροξυσμοῖν — παροξυσμός irritation masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυσμοῖς — παροξυσμός irritation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυσμοῖσι — παροξυσμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυσμοῖσιν — παροξυσμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυσμοί — παροξυσμός irritation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυσμοῦ — παροξυσμός irritation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυσμούς — παροξυσμός irritation masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροξυσμῶν — παροξυσμός irritation masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»