-
1 παροξυσμός
παροξυσμόςirritation: masc nom sg -
2 παροξυσμός
παροξυσμός, οῦ, ὁ (παρόξυνω; Demosth. et al.; LXX)① rousing to activity, stirring up, provoking (so the verb παροξύνω in act. and pass.; X., Mem. 3, 3, 13 πρὸς τὰ καλά, Oec. 13, 9; Isocr., Ad Demonic. 46) εἰς π. ἀγάπης for encouragement in love, i.e. to encourage someone in love Hb 10:24.② a state of irritation expressed in argument, sharp disagreement (‘irritation, exasperation’: Demosth. 45, 14; Ael. Aristid. 37 p. 709 D.; 52 p. 600; Dt 29:27; Jer 39:37) ἐγένετο π. a sharp disagreement arose Ac 15:39.③ a severe fit of a disease, attack of fever, esp. at its high point: convulsion (Hippocr., Aph. 1, 11; 12; 2, 13; Galen XIII p. 210; Artem. 3, 56; PTebt 272, 6.—Hobart 233) IPol 2:1.—DELG s.v. ὀξύς. M-M. TW. -
3 παροξυσμός
-οῦ + ὁ N 2 1-0-1-0-0=2 Dt 29,27; Jer 39(32),37irritation, sharp disagreementCf. BRUZZONE 1982, 147-155; →NIDNTT -
4 παροξυσμός
παροξ-υσμός, ὁ,A irritation, exasperation, D.45.14, LXX Je.39(32).37, Act.Ap.15.39 ; π. ἀγάπης provoking or exciting to.., Ep.Hebr.10.24.2 severe fit of a disease, paroxysm, Hp.Aph.1.11,12, Gal.17(2).387, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροξυσμός
-
5 παροξυσμοί
παροξυσμόςirritation: masc nom /voc pl -
6 παροξυσμούς
παροξυσμόςirritation: masc acc pl -
7 παροξυσμόν
παροξυσμόςirritation: masc acc sg -
8 παροξυσμοίν
-
9 παροξυσμοῖν
-
10 παροξυσμοίς
-
11 παροξυσμοῖς
-
12 παροξυσμοίσι
-
13 παροξυσμοῖσι
-
14 παροξυσμοίσιν
-
15 παροξυσμοῖσιν
-
16 παροξυσμού
-
17 παροξυσμοῦ
-
18 παροξυσμώ
-
19 παροξυσμῷ
-
20 παροξυσμών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παροξυσμός — irritation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμός — ο, ΝΜΑ [παροξύνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση 2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων νεοελλ. 1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται … Dictionary of Greek
παροξυσμός — ο 1. έξαψη, ερεθισμός. 2. παροδική νευρική κρίση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παροξυσμοῖν — παροξυσμός irritation masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμοῖς — παροξυσμός irritation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμοῖσι — παροξυσμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμοῖσιν — παροξυσμός irritation masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμοί — παροξυσμός irritation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμοῦ — παροξυσμός irritation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμούς — παροξυσμός irritation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυσμῶν — παροξυσμός irritation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)