-
41 φέρω
φέρω (φέρεις, -ει, -οντι, -οισιν: φέρε, -έτω; -οις, -οι; -ων, -οις(α), -οισαν; -ειν: fut. οἴσει; -ειν: impf. (ἔ) φερε(ν), φέρομεν, φέρον: aor. ἔνεικ(ε), ἔνεικεν; ἐνεῖκαι: pf. ἤνεγκ(ε): med. & pass., φέρεται, -ονται; -εσθαι.)a bring, carryI lit.,Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.14
καὶ ἔνεικεν Λοκρῷ (sc. αὐτάν) O. 9.59πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.66
ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἄγγελίαν O. 14.21
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P. 2.3
καί ῥά μιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι P. 3.45
“ φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” P. 4.26ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.216
ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν (v. l. ἔνεγκέ) P. 9.6 “ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” (sc. Κυράναν) P. 9.53 “ παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ οἴσει” P. 9.61 ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθι- νον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς) P. 10.48 ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ (supp. Bergk: om. codd.) N. 6.18 σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι, φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν (cf. P. 2.3) N. 8.14λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο (sc. Ζεύς) I. 8.21 ]φέρει λαιλ[α fr. 1a.ἐς Τροία[ν ] ἤνεγκε[ Pae. 6.76
τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.II met.ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36
καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.18
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.34
ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
μόχθος ἡσυχίαν φέρει, καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33
πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός, ἢ καρποῦ φθίσιν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου, of an eclipse of the sun)Πα.. 13. σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22
III med. met., bring with oneφαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21
IV pass. met., be borne, uplifted ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10.bI bear, produce of land, simm.δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον N. 11.41
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25
ὅσα ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν fr. 220. 3. met.,ἔργα δὲ ζώοισιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
II in general, give proof of, show, displayὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.53
Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17
“ φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν” P. 4.102ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων P. 6.29
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν, λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ αἰνίξατο P. 8.38
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.54 τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον ( ἔχει λόγον Σ paraphr.) I. 8.61χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
c winἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64
καὶ ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε O. 9.98
Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21
d support, endureτὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν P. 3.82
φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13
e carry of seed, progenyκαὶ φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν P. 3.15
ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17
“ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 19.f bear, maintainἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.70
ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (v. l. φέρεν) N. 7.39g bring (to bear)φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν O. 9.41
ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον N. 1.24
Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28
χρὴ νιν (= ἀρετάν)εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόσμον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44
pass., εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν “verbreitet es sich,” Dornseiff P. 1.87 ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 1.h fragg. ]φέρεσθαι Pae. 2.43
φερον[ fr. 260. 13. ] ινελεων φέρων ?fr. 334b. 11. -
42 φοινίκεος
-
43 φύλλον
φύλλον (φύλλοις, -α.)1 leaf “ ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει” P. 9.46 πολλὰ μὲν κεῖνοι δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους (i. e. in the ceremony of φυλλοβολία) P. 9.124λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17
met., ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ' ἐόντων φύλλ ἀοιδᾶν (sc. φάμα) I. 4.27 -
44 χειμέριος
χειμέρῐος (-ιος, -ιον; -ία, -ίᾳ; -ιον acc.)a stormy, wintryἐν χειμερίᾳ νυκτὶ O. 6.100
μετὰ χειμέριον ὄμβρον P. 5.10
μὴ φθινοπωρὶς ἀνέμων χειμερία κατὰ πνοὰ δαμαλίζοι χρόνον P. 5.121
χειμέριος ὄμβρος P. 6.10
νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις I. 4.18
b of winter εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον (sc. δρῦς) P. 4.266 -
45 ὥτε
1 just as introducing similes ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (Boeckh: ὥστε codd.) O. 10.86 ὥτε φοινικανθέμου ἦρος ἀκμᾷ (Bergk: ὥστε unus cod. om. rell.) P. 4.64 ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον ( ὥστε v. l.) P. 10.54 ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς (ᾧτ, ὥτ codd.: ὧτ Tricl.: ]ωσταπο[ Π.) N. 6.28 ὕδατος ὥτε ῥοὰς φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω (Schr.: ὧτε codd.) N. 7.62 ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν (Boeckh: ὡσείτε codd.: ὥστε Tricl.) N. 7.71 ἐπεὶ τετραόροισιν ὥθ' ἁρμάτων ζυγοῖς ἐν τεμέ- νεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (ὥσθ, ὧθ codd.) N. 7.93 ἐναργέα τ' ἔμ ὥτε μάντιν οὐ λανθάνει (van Groningen: νεμέω, νέμεα, τεμεῷ τε codd. Dion. Hal.) fr. 75. 13. νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (ἅτε, ὧτε codd.) I. 4.18 -
46 αἰθήρ
αἰθήρ, έρος, in Hom. always ἡ; in Hes. and [dialect] Att. Prose always ὁ; in Lyr. and Trag. mostly ὁ, as always in A., but ἡ Pi.O.1.6, B.8.35, S.OT 867, and freq. in E.: ([etym.] αἴθω):—in Hom.,A ether, the heaven (wrongly distinguished by Aristarch. from ἀήρ (q.v.) as upper from lower air);δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν Il.14.288
; [Ζεὺς] αἰθέρι ναίων 2.412
, Hes.Op.18; ; , cf. E.Supp. 533; of the sky, both cloudless,νήνεμος αἰ. Il.8.556
, and clouded,ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι 15.192
, cf. 16.365; freq. in Trag., etc., A.Pr. 1044, 1088, Pers. 365, E. Ba. 150; αἰ. ζοφερός, ἀχλυόεις, A.R.3.1265, 4.927; of the fumes of the Cyclops' mouth, E.Cyc. 410.b = πῦρ τεχνικόν, Chrysipp.Stoic.2.168, cf. Arist.Mu. 392a5.4 the divine element in the human soul, Philostr.VA3.34, cf. 42. -
47 αὐτόχθων
A sprung from the land itself; αὐτόχθονες, οἱ, not settlers, of native stock, Hdt.1.171, Th.6.2, etc.: c. gen.,αὐ. Ἰταλίας D.H.1.10
: esp. of the Athenians, E. Ion29, al., Fr.360.8, Ar.V. 1076, Isoc.4.24, 12.124.II Adj., indigenous, native,τὰ μὲν δύο αὐτόχθονα τῶν ἐθνέων Hdt.4.197
;αὐ. Αἰγύπτιοι PGiss.99.5
(ii A.D.);ἀρετή Lys.2.43
;λάχανα τῶν αὐτοχθόνων Polioch.2.6
;κόσμος Philod.Scarph. 127
; urbanitas, racy of the soil, Cic.Att.7.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόχθων
-
48 βαθύπλουτος
βᾰθύ-πλουτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύπλουτος
-
49 βαθύστερνος
βᾰθύ-στερνος, ον,A deep-chested,λέων Pi.I.3.12
; β. αἶα deep-bosomed earth, Cypr. Fr.1;χθών Pi.N.9.25
;πόντος Orph.H.17.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύστερνος
-
50 βαθύχθων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθύχθων
-
51 βραχεῖν
βρᾰχεῖν, [tense] aor. with no [tense] pres. in use, inf. only in Hsch., elsewh. in [ per.] 3sg. ἔβραχε or βράχε:—onomatop. Verb,A rattle, clash, ring, mostly of arms and armour,δεινὸν ἔβραχε χαλκός Il.4.420
;βράχε τεύχεα χαλκῷ 12.396
, Hes.Sc. 423, etc.; βράχε δ' εὐρεῖα χθών (with the din of battle) Il.21.387;μέγας ἔβραχεν αἰθήρ A.R.4.642
; of a torrent, roar,βράχε δ' αἰπὰ ῥέεθρα Il.21.9
;ἔβραχε δ' ἅλμη Q.S.14.527
; creak,μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων Il.5.838
; shriek or roar with pain, ὁ δ' ἔβραχε χάλκεος Ἄρης ib. 859; ὁ δ' ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων (of a wounded horse) 16.468; shout a command, c. inf., A.R.2.573.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχεῖν
-
52 βρίθω
Aβρίθῃσι Od.19.112
: [dialect] Ep. [tense] impf.βρῖθον 9.219
: [tense] fut.βρίσω B.9.47
, [dialect] Ep. inf. : [tense] aor.ἔβρῑσα Il.12.346
, etc.: [tense] pf.βέβρῑθα 16.384
, Hp.Mul.2.133, E.El. 305: [tense] plpf.βεβρίθει Od. 16.474
:—[voice] Pass. (v. infr.):—poet. Verb (also in later Prose, v. infr.), to be heavy or weighed down with, c. dat.,σταφυλῇσι βρίθουσαν ἀλωήν Il.18.561
;βρίθῃσι δὲ δένδρεα καρπῷ Od.19.112
, cf. 16.474; ὑπὸ λαίλαπι.. βέβριθε χθών (sc. ὕδατι) Il.16.384; βότρυσι, καρποῖς, Jul. Or.3.113a, 7.230d: metaph.,ἀλάστωρ ξίφεσι βρίθων E.Ph. 1557
(lyr.);ὄλβῳ β. Id.Tr. 216
(lyr.);πίνῳ.. βέβριθα Id.El. 305
;κάτω β. περὶ τὴν ὔλην Iamb.Myst.5.11
.2 c. gen., to be laden with or full of, ; ;πεδιὰς βρίθουσα ζῴων καὶ φυτῶν Ph. 2.217
.3 c. acc.,βούβρωστις φόνον βρίθουσα Epigr.Gr.793.4
.4 abs., to be heavy, ἔρις.. βεβριθυῖα ( = βαρεῖα) Il.21.385;εὔχεσθαι.. βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν Hes. Op. 466
; so in Hp. and later Prose, ᾗ ἂν.. βρίσῃ wherein the weight is thrown, Hp.Flat.10; βεβρίθασιν οἱ τιτθοί are loaded, Id.Mul.2.133, cf. Ph.1.330, etc.;ἐς γόνατα ἡ κεφαλὴ β. Philostr.Im.1.18
: but rare in [dialect] Att., βρίθει ὁ ἵππος bows or sinks, Pl. Phdr. 247b; ὅταν βρίσῃ [ὁ κύκλος] ἐπὶ θάτερον μέρος inclines to one side, Arist.Pr. 915b3: metaph., πᾷ τύχα βρίσει how Fortune will incline the scales, B.9.47.II of men, outweigh, prevail,ἐέδνοισι βρίσας Od.6.159
: abs., have the preponderance in fight, prevail,ὧδε γὰρ ἔβρισαν Αυκίων ἀγοί Il.12.346
;τῇ δὲ γὰρ ἔβρισαν.. Ἕκτωρ Αἰνείας τε 17.512
; βρίσαντες ἔβησαν charged with their might, ib. 233; later εὐδοξίᾳ β. to be mighty in.., Pi.N.3.40;εἰ.. χειρὶ βρίθεις ἢ πλούτου βάθει S.Aj. 130
.III trans., weigh down, load,ὅσπερ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ Pi.N.8.18
;τάλαντα βρίσας A.Pers. 346
.2 [voice] Pass., to be laden, μήκων καρπῷ βριθομένη laden with fruit, Il.8.307; μόροισι βρίθεται [ἡ βάτος] A.Fr. 116; τῷ δ' οὐ βρίθεται [ἡ τράπεζα]; E.Fr. 467; ἐβρίθοντο ἀϊόνες [σώμασι] Tim.Pers. 108;πλοῦτον χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ -όμενον Jul.Or.2.86b
: c. gen.,πέτηλα βριθόμενα σταχύων Hes.Sc. 290
;συμποσίων.. βρίθοντ' ἀγυιαί B.Fr.3.12
;βριθομένης ἀγαθῶν τραπέζης Pherecr.190
(hex.);βριθομένη χαρίτων AP5.193
(Posidipp. or Asclep.): abs.,ἄξονες βριθόμενοι A.Th. 153
(lyr.). (Cf. βρῖ.) -
53 βωτιάνειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωτιάνειρα
-
54 γελάω
γελάω, [dialect] Ep. [full] γελόω Od.21.105, [dialect] Aeol. [full] γέλαιμι Hdn.Gr.2.463, al.; [dialect] Ep. part.Aγελόωντες Od.18.40
, γελώοντες, -ώωντες, or - οίωντες ib. 111, cf. 20.390; [dialect] Ep. [tense] impf. γελώων or- οίων 20.347
; [dialect] Dor. part. γελᾶσα, [ per.] 3pl. γελᾶντι, Theoc.1.36,90; [dialect] Aeol.γελαίσας Sapph.2.5
: [dialect] Att. [tense] fut. , X.Smp.1.16, etc.; laterγελάσω AP2.178
(Mel.), 11.29 (Autom.), Anacreont.38.8, etc.: [tense] aor. , etc.; [dialect] Ep.ἐγέλασσα Il.15.101
; [dialect] Dor.ἐγέλαξα Theoc.20
. <*>, v.l.ib.7.42; [ per.] 3pl. γέλαν for ἐγέλασαν Poet. ap. EM255.6:—[voice] Pass., [tense] fut.- ασθήσομαι D.L.1.78
, Luc.Am.2: [tense] aor.ἐγελάσθην D.2.10
, ([etym.] κατ-) Th.3.83, Pl. Euthphr.3c, etc.: [tense] pf. γεγέλασται ([etym.] κατα-) Luc.DMort.1.1.I abs., laugh,ἁπαλὸν γελάσαι Od.14.465
;ἀχρεῖον γ. 18.163
; ;δακρυόεν γ. Il.6.484
;μηδὲν ἵλεων γ. S.Aj. 1011
; ἡ δ' ἐγέλασσε χείλεσιν, of feigned laughter, Il.15.101; ἐγέλασσε δέ οἱ φίλον ἦτορ his heart laughed within him, 21.389;γελῶ ὁρῶν Hdt.4.36
:—[voice] Pass., εἵνεκα τοῦ γελασθῆι αι for the sake of a laugh being raised, D.2.19.2 of things,γέλασσε δὲ πᾶσα περὶ χθών Il. 19.362
;γαῖά τε πᾶσ' ἐγέλασσε h.Cer.14
;γελᾷ δέ τε δό ματα πατρός Hes.Th.40
;γελῶντα ὑδάτη Lyr.Alex.Adesp.32.4
.II laugh at,ἐπ' αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν Il.2.270
, 23.784;ἐπ' ἀλλήλοισι γελῶσιν Thgn. 1113
; γελᾷ δὲ δαίμων ἐπ' ἀνδρὶ θερμῷ laughs scornfully at.., A.Eu. 560 (lyr.); ἐπί τινι at a thing, X.Mem.4.2.5, Pl.Phlb. 50a: freq. c. dat.,γελᾷ δὲ τοῖσδε.. ἄχεσιν πολὺν γέλωτα S.Aj. 957
(lyr.), cf. 1043, Ar. Nu. 560; ἐγέλασα ψολοκομπίαις was amused at them, Id.Eq. 696;ὅταν ποτ' ἀνθρώποισιν ἡ τύχη γελᾷ Philem.110
;εἰς ἐχθροὺς γ. S. Aj.79
;ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς A.Ch. 222
: rarely c. gen. pers., (lyr.), cf. Pl.Tht. 175b, Luc.Dem.Enc.16, Procop.Goth.4.28 (v.l.).2 c. acc., deride,τινά Theoc.20.1
;ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ..
;X.
Smp.2.19; τί δὲ τοῦτ' ἐγέλασας ἐτεόν; what is this you are laughing at? Ar.Nu. 820:—[voice] Pass., to be derided, A.Eu. 789 (lyr.), S.Ant. 839 (lyr.);πρός τινος Id.Ph. 1023
;παρά τινος Id.OC 1423
. -
55 γόνυ
γόνῠ, τό, gen. γόνατος, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. γούνατος (for γόνϝατος) Il.21.591, Hdt.2.80: pl. nom.Aγούνατα Il.5.176
, Hes.Op. 587, Hdt.1.199, Schwyzer694.7 (Chios, iv B. C.), gen.γουνάτων Hdt.9.76
, dat.γούνασι Il.9.455
, Hdt.4.152 (also Pi.I.2.26),γονάτεσσι Theoc.16.11
, Epigr.Gr. 782 (Halic.); also [dialect] Ep. gen. γουνός (expl. as for γόνυος by Hdn.Gr.2.768, A.D.Synt.342.9) Il.11.547: pl.γοῦνα 6.511
;γούνων 1.407
, al.: dat.γούνεσσι 9.488
, al. (v.l. γούνασσι):—[dialect] Aeol. acc. pl.γόνα Alc.39.7
(prob.), but γόννα acc. to St.Byz. s.v. Γόννοι, Eust.335.39: gen. pl.γόνων Alc.Supp.10
:E hasγουνάτων Hec.752
, 839,γούνασι Supp.285
(lyr.), Andr.529 (lyr.), but not γουνός ( γοῦν' acc. pl. was read by Sch. in Ph.852): gen. pl. γεύνων, Hsch.:— knee,γόνυ γουνὸς ἀμείβων Il.11.547
, etc.: freq. of clasping the knees in earnest supplication,ἥψατο γούνων 1.512
;ἑλεῖν, λαβεῖν γούνων 21.71
, 1.407, etc.;τῶν γουνάτων λαβέσθαι Hdt.9.76
; ποτὶ (v.l. περὶ ) orἀμφὶ γούνασί τινος χεῖρας βαλεῖν Od.6.310
, 7.142; , cf. Ph. 1622, etc.;τὰ σὰ γούναθ' ἱκάνομαι Il.18.457
, cf. Od.7.147, etc.; ;ἀντίος ἤλυθε γούνων Il.20.463
;γόνυ σὸν ἀμπίσχειν χερί E.Supp. 165
;σοῖς προστίθημι γόνασιν ὠλένας Id.Andr. 895
; ἐς γούνατά τινι orτινος πεσεῖν Hdt.5.86
, S.OC 1607;ἀμφὶ γόνυ τινὸς πίπτειν E.Hec. 787
; γόνυ τινός or πρὸς γόνυ προσπίπτειν ib. 339, HF79;γόνασί τινος προσπίπτειν Id.Or. 1332
(but προσπίτνω σε γόνασιν on my knees, S.Ph. 485); πίπτειν πρὸς τὰ γ. τινος, tini, Lys.1.19, D.19.198; alsoγούνων λίσσεσθαι Il.9.451
;ἐλλιτανεύειν Od.10.481
;γουνάζεσθαι Il.22.345
;ἄντεσθαι πρὸς τῶν γονάτων E.Med. 710
;ἱκετεῦσαι πρὸς τ. γ. D.58.70
.2 of a sitting posture, φημί μιν ἀσπασίως γ. κάμψειν will be glad to bend the knee so as to sit down and rest, Il.7.118, cf. 19.72; but also, bow the knee in submission, ἐμοὶ κάμψει (intr.)πᾶν γ. LXX Is.45.23
; γ. ὀκλάζειν τινί ib.3 Ki.19.18, v. sub κάμπτω: ἐπὶ γούνασι on one's knees,ἐπὶ γούνασι πατρός Il.22.500
;ποτὶ γ. 5.408
; ;σ' ἐπ' ἐμοῖσι.. γούνεσσι καθίσσας 9.488
;τόν ῥά οἱ.. ἐπὶ γούνασι θῆκεν Od.19.401
; ; πέπλον.. θεῖναι Ἀθηναίης ἐπὶ γούνασιν to lay it on her lap (as an offering), Il.6.92, cf. Schwyzer l.c.: hence metaph., θεῶν ἐν γούνασι κεῖται it rests in the lap of.., Il.17.514, Od.1.267, etc.; but ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας victorious, Pi.I.2.26.3 of the knees as the seat of strength,ἐν δὲ βίην ὤμοισι καὶ ἐν γούνεσσιν ἔθηκε Il.17.569
; of swiftness,λαιψηρά γ. 22.204
, etc.; γούνατά τινος λύειν disable, kill him, 5.176, etc.;ὑπὸ γούνατ' ἔλυσεν 11.579
; βλάπτειν γ. τινι, ka/matos d' u(po\ g. e)da/mna, 7.271, 21.52:—[voice] Pass.,αὐτοῦ λύτο γούνατα 21.114
, etc.4 metaph., ἐς γόνυ βάλλειν bring down upon the knee, i. e. humble, conquer, Hdt.6.27; ἐς γ. ῥίπτειν, κλίνειν, App.BC3.20,30;ἐς γ. ἐλθεῖν Procop.Arc.14
, Pers.1.17;Ἀσία δὲ χθὼν.. ἐπὶ γόνυ κέκλιται A.Pers. 931
(lyr.).5 prov., ἀπωτέρω ἢ γόνυ κνάμα 'blood is thicker than water', 'charity begins at home', Theoc.16.18;γ. κνήμης ἔγγιον Arist.EN 1168b8
, Ath.9.383b. -
56 δεύω
δεύω (A), [tense] impf. ἔδευον, [dialect] Ep. δεῦον, [dialect] Ion. δεύεσκον, Od.8.522, Il.13.655, Od.7.260: [tense] fut.Aδεύσω Eub.90.4
: [tense] aor.ἔδευσα Eup.332
, Pl.Com. 173.9, S.Aj. 376(lyr.):—[voice] Med., Od.5.53:—[voice] Pass., ib.6.44, etc.: [tense] fut. δεύσομαι ([etym.] ἀνα-) Gal.10.867: [tense] aor.ἐδεύθην Hp.Ulc.11
, Thphr.HP9.9.1: [tense] pf.δέδευμαι E.Fr.467.5
, Pl.Lg. 782c, X.Cyr.6.2.28:—wet, drench, δεῦε δὲ γαῖαν (sc. αἷμα) Il.13.655, cf. 23.220;γλάγος ἄγγεα δεύει 2.471
;δάκρυ δ' ἔδευε.. παρειάς Od.8.522
;σπογγιὰν δεύων Hp.Loc. Hom.12
: c. dat. modi,εἵματα δ' αἰεὶ δάκρυσι δεύεσκον Od.7.260
:— [voice] Pass.,δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι Il.9.570
;αἵματι δὲ χθὼν δεύετο 17.361
;χρίμασι δευόμενοι Xenoph.3.6
;μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι Pl.Lg.
l.c.; to be flooded with light,ἀργέτι δεύεται αὐγῇ Emp.21.4
; ῥίζα ὄξει δευθεῖσα steeped in.., Thphr. l. c.:—[voice] Med., πυκινὰ πτερὰ δεύεται ἅλμῃ wets his wings in the brine, Od.5.53, cf. E.Alc. 184: rarely c. gen. modi,αἵματος ἔδευσε γαῖαν Id.Ph. 674
(lyr.).2 mix a dry mass with liquid, so as to make it fit to knead, Ar.Fr. 271;δεῦσαι καὶ μάξαι X.Oec.10.11
;ἄρτον ὕδατι δεδευμένον Id.Cyr.6.2.28
; ἀλφίτοις δ. knead up with meal, D.H.7.72.II causal, make to flow, shed,ἐρεμνὸν αἷμ' ἔδευσα S.Aj. 376
(lyr.).------------------------------------A miss, want, [voice] Act. used by Hom. only in [tense] aor., ἐδεύησεν δ' οἰήϊον ἄκρον ἱκέσθαι he missed, failed in reaching it, Od.9.483, 540: δεύει, = δεῖ, IG12(2).526A 19 ([place name] Eresus);δεύοντος Alc.Oxy.1788.15
ii 3.II Dep. [full] δεύομαι, [tense] fut.δευήσομαι Od.6.192
, = [dialect] Att. δέομαι, feel the want or loss of, be without, θυμοῦ δευόμενος reft of life, Il.3.294, 20.472; stand in need of, ;ἐν καίροις ἐπιμεληΐας δευομένοις IG12(2).243
([place name] Mytilene); αἴ κέ τινος δεύωνται ib.15.26; ἐδεύετο ἤματος ὥρη.. νέεσθαι the time of day required her to return, A.R.3.1138.2 to be wanting, deficient in,δ. πολέμοιο Il.13.310
μάχης ἄρα πολλὸν ἐδεύεο 17.142
: abs., in need,22.492
; τετράκις εἰς ἑκατὸν δεύοιτό κεν it would fall short.., A.R.2.974.3 c. gen. pers., to be inferior to,ἄλλα τε πάντα δεύεαι Ἀργείων Il.23.484
;οὔ τευ δευόμενον Od.4.264
. -
57 δίψιος
-
58 δύσβωλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσβωλος
-
59 δύσχιμος
δύσχῐμος, ον,A troublesome, dangerous, fearful, ; ; (lyr.); ; χθών, πνεύματα, E.Ba.15, Supp. 962 (lyr.). (It is doubtful whether - χῐμος (required by the metre in A.) is cognate with χεῖμα, hiems, cf. μελάγ-χῐμος: the form δύσχειμος is corrupt in A.Fr. 342, E.ll.cc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύσχιμος
-
60 δῖος
A codd.); fem. (anap.):—in [dialect] Ep., heavenly,δ. γένος Il.9.538
, etc., used by Hom.,1 of goddesses,δῖα θεά 10.290
; more freq. δῖα θεάων, with superl. force, 18.388, 19.6, etc.;δαίμονα δῖον Hes.Th. 991
.2 of illustrious men or women, noble, Il.2.221, etc.; δῖα γυναικῶν noblest of women, Od.4.305; excellent,δ. ὑφορβός 16.20
, al.3 of nations, etc.,δῖοι Ἀχαιοί Il. 5.451
;δ. Πελασγοί Od.19.177
;δ. ἑταῖροι Il.5.692
; of cities, as Elis, 2.615; Lacedaemon, Od.3.326.5 of things, esp. of the powers of nature, divine, awful, marvellous, αἰθέρος ἐκ δίης, εἰς ἅλα δῖαν, χθὼν δῖα, Il.16.365, 1.141, 14.347, cf. Emp.109.2;δῖον πῦρ E.Alc.5
, etc.;δῖα Χάρυβδις Od.12.104
.
См. также в других словарях:
Χθών — earth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθών — earth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek
Κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. — κούφα σοὶ χθὼν ἐπάνωθεν πέσοι. См. Дай Бог, чтобы земля на нем легким пухом лежала … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. — τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χθονί — Χθών earth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθονί — χθών earth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χθονός — Χθών earth fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθονός — χθών earth fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χθόνα — Χθών earth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθόνα — χθών earth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)