-
1 σταγόνες
σταγώνdrop: fem nom /voc pl -
2 αἱματηρός
A bloodstained, (lyr.); ; ὄμμα bloodshot, Id.IA 381; φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ..δρυός, i.e. ἀφ' αἵματος καὶ δρυός, fed by the blood of the victim and the wood, S.Tr. 766: esp. bloody, murderous, πνεῦμα A Eu. 137;τεῦχος Id.Ag.815
;θηγάναι Id.Eu.859
;ὀμμάτων διαφθοραί S.OC 552
; στόνος caused by the blood-reeking wound, Id.Ph. 694 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱματηρός
-
3 δίψιος
-
4 οἰνηρός
A of or belonging to wine, θεράπων a butler, Anacr.161 ; ; ;σταγόνες AP9.406
(Antig. Caryst.) ; vinous, ; steeped in wine,σπλῆνες Hp.Fract.24
; ἰητρείη treatment by vinous applications, ib.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνηρός
-
5 πλημυρίς
A rise of the sea, as at flood-tide, πλημῠρὶς ἐκ πόντοιο of the wave caused by the rock thrown by the Cyclops, Od.9.486; flood-tide, opp. ἄμπωτις (ebb),π. τῆς θαλάσσης μεγάλη Hdt.8.129
;π. πόντου B.Fr.30
;ἡ ἔξω π. Arist.Mete. 366a20
, cf. Str.3.3.7 (pl.), S.E.M.9.79 (pl.).2 generally, flood, deluge, Arist.Mu. 397a28 (pl.); of tears,σταγόνες.. δυσχίμου πλημῡρίδος A. Ch. 186
; .3 redundance, congestion of the fluids of the body, Hp.Acut.62. [[pron. full] ῠ Hom. l.c., and prob. in B.l.c.; [pron. full] ῡ Trag., but ῠ ¯ in later [dialect] Ep., cf. A.R.4.1269, 1241: in πλήμυρα, πλημυρέω, πλημύρω, ῡ always.] (The spelling πλημμ- in this word and its cognates commonly found in codd. arises from the false etymology from πλήν, μύρομαι; the correct spelling is found in B.5.107, POxy.1409.17, OGI666.8 (v. πλημύρω), etc., and good Mss. of Hp.Acut.62, AP5.203 (Mel.), cf. Archil. 97.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλημυρίς
-
6 πυκνόω
A make close or solid, , cf. Phld. Mort.8; of winds, νέφεσι π. τὸν οὐρανόν thickens it, Arist.Mete. 364b24:—[voice] Pass., of vapour and air, ib. 342a21, 344b4;νεφῶν πυκνουμένων Epicur.Nat.14
Fr.6.2 contract, condense, opp. μανόω, Arist.Spir. 485a31; of the effect of cold, Id.GA 783b1:—[voice] Pass., of frozen water, Antipho Soph.29, Arist.Metaph. 1042b28, Mu. 394a33; ὁ σίδηρος ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ πυκνοῦται is contracted, Plu.Alc.6; of steam,ὁ ἀτμὸς -οῦται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι Hp.Flat.8
.II pack close, ἑωυτούς close their ranks, Hdt.9.18, cf. Ascl.Tact.10.4, Ael.Tact.11.2 ([voice] Pass.);τὸ βάθος ἐπὶ τὸ δεξιόν Plb.18.24.8
;τὴν τάξιν εἰς βάθος Plu.Flam.8
; σαυτὸν στρόβει πυκνώσας spin yourself round and concentrate your thoughts, Ar.Nu. 701 (lyr.):—[voice] Pass., to be compressed,εἰς ἐλάττω τόπον Arist.Cael. 296a18
; [τὴν διάνοιαν] πυκνοῦσθαι εἰκός Plu.2.715c
; τῷ πνεύματι πυκνουμένῳ, i.e. without taking breath, Id.Dem.11.b in Logic, πυκνοῦται τὸ μέσον is compressed, becomes closer in signification, Arist.APo. 84b35; also πεπύκνωται [ ὁ Λυσίας] τοῖς νοήμασι, of a terse style, D.H.Lys.5.III close, shut up,π. τοὺς πόρους Thphr.Sud.27
;τὸν στόμαχον Plu.2.687d
;φλέβες πυκνωθεῖσαι Hp.Salubr.7
.IV [voice] Pass., to be thickly covered, ἡ γῆ τῶν [ ἰχνῶν] πυκνοῦται with traces, X.Cyn.5.7.V intr., become dense, Arist. Mete. 344a30, Pr. 934b15: in Tactics,πεπυκνωκότες ἀπὸ τῶν κεράτων ἐπὶ τὰ μέσα Plb.3.115.6
, cf. Ascl.Tact.4.4, Ael.Tact.11.6. -
7 φόνιος
φόν-ιος, ον, also ος, α, ον A.Ch. 312 (anap.), S.Tr. 831 (lyr.), poet.Adj. (cf. φοίνιος), the prose form being φονικός,2 murderous, deadly,δράκων A.Pers.82
(lyr.); (anap.); (lyr.); (lyr.): metaph.,φ. ἄλγεα Pi. Fr. 132
; (lyr.): (lyr., s. v. l.): neut. pl. as Adv.,φόνια δερκόμενον Ar.Ra. 1337
(lyr.). -
8 φόνος
A murder, slaughter,τεύξασα πόσει φόνον Od.11.430
; ;φ. ῥάπτειν 16.379
;μερμηρίζειν 2.325
;ὁρμαίνειν 4.843
;σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Il. 17.757
, etc.;φόνον πράσσειν Pi.N.3.46
;ἀκούσιον φ. ἐξεργάσασθαι Pl. Lg. 869a
;βουλεῦσαί τινι S.Aj. 1055
;ἔθου φόνον Id.OC 542
(lyr.);ἐκπορίζειν E. Ion 1114
; of arrows,φ. προπέμπειν S.Ph. 105
; τὸν Δωριέος πρὸς Ἐγεσταίων φόνον ἐκπρήξασθαι exact vengeance for the killing.., Hdt.7.158; κατὰ ζῴων φόνου καὶ μὴ φόνου ὧδε ἔχει killing or not-killing, Democr.257; in poet. phrases, φ. συρίζειν, κινύρεσθαι, πνεῖν, A.Pr. 357 (s. v.l.), Th. 123 (lyr.), Ag. 1309; φ. τινός the murder of.., Id.Eu. 580, etc.; φ. Ἑλληνικὸς μέγιστος slaughter of Greeks, Hdt.7.170;ὅμαιμος αὐθέντης φ. A.Eu. 212
; ; πολύκερως, ἄρνειος φ., Id.Aj. 55, 309;ἐπὶ φόνῳ πράσσεις φόνον E.Or. 1579
, cf. HF 1084 (lyr.);γέρων φ. μηκέτ' ἐν δόμοις τέκοι A.Ch. 805
(lyr.), etc.;ὁ ὑπὸ Θήβης Ἀλεξάνδρον φ. Plu.2.856a
;ὁ κατὰ τῶν πολιτῶν φ. D.S.19.8
: pl.,φόνοι τ' ἀνδροκτασίαι τε Od.11.612
(personified in Hes.Th. 228);ἔμφυλοι φ. ἀνδρῶν Thgn.51
, cf. S.OC 962.2 in law, murder, homicide, δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Dracontis ap.IG12.115.12; ;δικάζειν δίκας φόνου Id.5.11
;παραδοῦναι φόνου δίκην Id.6.42
;ἁλῶναι Id.5.59
, etc.;φεύγειν Lycurg. 133
(poet., παίδων φόνον φεύγουσα fleeing from.. E.Med. 795); ἔνοχοι ;φόνου ὑπόδικος D.54.25
; φόνου καθαρός, ἁγνός, Pl.R. 451b, Lg. 759c:ἀκούσιος φ. D.23.72
;φόνων ἀπέχεσθαι Ar.Ra. 1032
(anap.);αἱ τῶν φ. δίκαι Pl.Lg. 778d
; φόνοι.. φόνοις δεόμενοι καθαίρεσθαι ib. 870c, al.; λαγχάνονται αἱ τοῦ φ. δίκαι πρὸς [τὸν βασιλέα] Arist.Ath.57.2.3 death as a punishment,φ. προκεῖσθαι δημόλευστον S.Ant.36
.4 blood when shed, gore,ἂμ φόνον, ἂν νέκυας Il.10.298
;κέατ' ἐν φόνῳ 24.610
;ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος 16.162
;φ. κέχυται γυναίκων Alc.Fr.153
Lobel;φόνον κεύθειν Emp. 100.4
;μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον Pi.I.8(7).55
;φόνου κηκίς A.Ch. 1012
; ; ; ;χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43
; of a sacrifice,ταυρείου φόνου A.Th.44
;Ἕλλην οὗ καταστάζει φ. E.IT72
; rarely in Prose of blood, Hp.Morb.2.73.5 corpse,πρὶν ἴδω τὸν Ἑλένας φόνον.. κείμενον E.Or. 1357
(lyr.); ἐπὶ φόνῳ χαμαιπετεῖ ματρός ib. 1491 (lyr.).6 rascal that deserves death, gallowsbird, a Dorian phrase, EM662.4.II of the agent or instrument of slaughter, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι to be a death to heroes, Il. 16.144, cf. Od.21.24; of poison, Mim.Oxy.413.180;ἐν φόνῳ μαχαίρας LXX Ex.17.13
, De.13.15(16), 20.13; without ἐν, Nu.21.24.III = ἀτρακτυλίς, Thphr.HP6.4.6. -
9 χλωρός
A greenish-yellow, pale green,χλωραὶ ῥῶπες Od.16.47
;ὄρος.. χλωρόν h.Ap. 223
;χλωραὶ ἐλάται Pi.Fr. 167
, E.Ba.38;χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις S.OC 673
(lyr.);χλωρὰν ἀν' ὕλην E.Hipp.17
;δόνακι χλωρὸν Εὐρώταν Id.Hel. 349
(lyr.), cf. S.Ant. 1132 (lyr.); also in Prose,σίτου ἔτι χ. ὄντος Th.4.6
;τὰ φυόμενα χ. τὸ πρῶτον εἶναι Thphr.Sens. 78
; ἡ χ. the green plaster, Androm. ap. Gal.13.470; χλωρὸς λίθος, = σμάραγδος, PHolm.5.10; of sea-water, Poet. ap. Plu.2.767f(cf. E.Fr. 1084); of other water, AP9.669.3 (Marian.): χλωρά, ἡ, green paint, as a stage-property to represent a river in scenery, Pap. in Eos. 32.30 (v/vi A. D.).2 yellow,μέλι χ. Il.11.631
, Od.10.234; ἀμφὶ χλωρὰν ψάμαθον on the yellow sand, S.Aj. 1064; ᾠοῦ τὸ χ. yolk of egg, Zopyr. ap. Orib.14.61.1.II generally, pale, pallid,χλωρὸς ἀδάμας Hes.Sc. 231
: most freq.,2 of persons, pale,χλωρὸς ὑπαὶ δείους Il.10.376
, 15.4; χ. Ἀχλύς (personified) Hes.Sc. 265;χλωροτέρα.. ποίας ἔμμι Sapph.2.14
; hence as an epith. of fear,χλωρὸν δέος Il.7.479
, Od.11.43, etc.;χλωρῷ δείματι A.Supp. 566
(lyr.), cf. E.Supp. 599 (lyr.): in Medic. writers, yellow, biliouslooking, ὀφθαλμοὶ -ότεροι v. l. in Hp.VM10;χρῶμα χ. ἴσχειν Id.Prog. 24
;σῶμα.. οὔτε χ. ἀλλ' ὑπέρυθρον Th.2.49
; also χ. πτύελος, οὖρον, Hp.Prog.14, VM10 ([comp] Comp.).III without regard to colour, green, i. e. fresh, opp. dry, esp. of wood, ῥόπαλον.. χλωρὸν ἐλαΐνεον of green olive-wood, Od.9.320, cf. 379; opp. αὖος, Hes.Op. 743;τὰ σφόδρα χ. ἄκαυστα Arist.Mete. 387a22
; χ. ξύλα ib. 374a5, al.; of various things,χλωραὶ ἐέρσαι Pi.N.8.40
; τυρὸς χ. fresh cheese, Ar.Ra. 559, Lys.23.6; of fish, fresh, not salted, Ath.7.309b; of fruit, fresh picked, IG22.1013.23, Dsc.1.113.2 metaph., fresh, blooming, χλωρόν τε καὶ βλέποντα Trag. ap. Hsch. (perh. to be read in A.Ag. 677 for καὶ ζῶντα καὶ β.) ; λειμὼν ἄνθεσι (sed fort. ἔρνεσι)θάλλων χλωροῖς E.IA 1297
(lyr.);χλωρὸν γόνυ Theoc.14.70
;χ. αἷαμα
fresh, living,S.
Tr. 1055, E.Hec. 127 (anap.); χ. δάκρυ fresh, bursting tear, E.Med. 906, cf. 922, Hel. 1189;χλωρὰ δακρύων ἄχνα S.Tr. 847
(lyr.); sparkling,E.
Cyc.67 (lyr.).3 metaph., unripe,χ. καὶ ἄναιμα πράγματα Gorg.Fr.16
. (Not [var] contr. fr. χλοερός but cogn. with it and χλόη.) -
10 ἄφρακτος
ἄφρακτος, ον, old [dialect] Att. [full] ἄφαρκτος (though this form has generally been altered by the copyists),A unfenced, unfortified, unguarded, οἴκησις, στρατόπεδον, Th.1.6, 117: c. gen., ἀ. φίλων by friends, S.Aj. 910 (lyr.); of ships, not decked, IG12(1).44 ([place name] Rhodes); of horses, opp. πεφραγμένοι, Arr.Tact.2.5.2 not obstructed, Gal.17(1).598.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄφρακτος
-
11 ὑγροβόλος
ὑγρο-βόλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑγροβόλος
-
12 ὑδατίς
A = σταγόνες, Hsch., Phot.; as a urinary disease, Cael.Aur.TP5.4.II watery vesicle, hydatid, Sor.1.58, Gal.18(2).679, UP10.7.IV a gem, Mart.Cap.1.75. -
13 ὑδρηλός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρηλός
См. также в других словарях:
σταγόνες — σταγών drop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταγόνα — η / σταγών, όνος, ΝΜΑ 1. ελάχιστη ποσότητα υγρού ή ρευστού που κρέμεται και κατόπιν πέφτει προς τα κάτω ή επικάθεται σε μια επιφάνεια, στάλα (α. «χοντρές σταγόνες κυλούσαν στα μαγουλά του» β. «και αι ψυχαί τών ανόμων ως αίματος σταγόνες πέφτουν… … Dictionary of Greek
Mikro — Origin Thessaloniki, Greece Genres Electropop Trip hop Drum n bass Easy Listening Dance Years active 1998 present Labels … Wikipedia
έρση — Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις τρεις κόρες του Κέκροπα, η οποία εκπροσωπούσε την πρωινή δροσιά. Ο Ερμής την αγάπησε παράφορα και ζήτησε τη βοήθεια της αδελφής της, αλλά η Αθηνά στάλαξε στην ψυχή της τελευταίας το δηλητήριο της ζηλοτυπίας, για να … Dictionary of Greek
αλκαλιμετρία — Ογκομετρική μέθοδος της αναλυτικής χημείας, με την οποία προσδιορίζεται ο τίτλος ενός αλκαλικού διαλύματος (διάλυμα βάσης, αλκαλικού άλατος κλπ.), δηλαδή η πραγματική ποσότητα της βάσης που περιέχεται μέσα στο διάλυμα. Σε γνωστό όγκο του… … Dictionary of Greek
αποστάζω — (Α ἀποστάζω) νεοελλ. υποβάλλω κάτι σε απόσταξη αρχ. 1. αφήνω κάτι να πέφτει κατά σταγόνες 2. πέφτω κατά σταγόνες, σταλάζω … Dictionary of Greek
βροχή — Η συνηθέστερη από τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις (β., χιόνι, χαλάζι κλπ.)· αποτελείται από υδροσταγόνες που πέφτουν στο έδαφος από τα νέφη, τα οποία προέρχονται από τη συμπύκνωση των ατμοσφαιρικών υδρατμών. Διακρίνεται από την ομίχλη από τη… … Dictionary of Greek
καταστάζω — (AM) (για υγρό) σταλάζω, πέφτω σε σταγόνες («βωμὸς Ἕλλην οὗ καταστάζει φόνος», Ευρ.) αρχ. 1. αφήνω κάποιο υγρό να πέσει σε σταγόνες 2. (για νόσο) βγάζω υγρό 3. (για υγρό) υγραίνω κάτι … Dictionary of Greek
κλεψύδρα — Αρχαίο όργανο μέτρησης του χρόνου· πήλινο αγγείο απ’ όπου έρεε, κατά σταγόνες, το νερό. Συνήθως οι κ. είχαν σχήμα X. Όταν όλο το νερό είχε περάσει από το επάνω δοχείο στο κάτω, η κ. αναστρεφόταν και άρχιζε ξανά η μέτρηση του χρόνου. Με τη… … Dictionary of Greek
λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… … Dictionary of Greek
μαστίχα — Ελαιορητινούχος ουσία που παράγεται από τον αειθαλή θάμνο Pistacia lentiscus (κοινώς σχίνος) της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Κύριο μαστιχοπαραγωγό φυτό αποτελεί η ποικιλία Pistacia lentiscus var. Chia ή μαστιχοφόρος σχίνος της… … Dictionary of Greek