Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἰητρείη

См. также в других словарях:

  • ιατρεία — η (ΑΜ ἰατρεία, Α ιων. τ. ἰητρείη) [ιατρεύω] η γιατρειά, η θεραπεία …   Dictionary of Greek

  • οινηρός — οἰνηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οίνο («οἰνηρὸς θεράπων» ο υπηρέτης τού οίνου, ο κεραστής οίνου, Ανακρ.) 2. οινώδης («οἰνηρὰ ὑγρότης», Αριστοτ.) 3. (για επίδεσμο) εμβαπτισμένος σε οίνο, μουσκεμένος με κρασί 4. (για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»