-
1 σταλαγμοί
σταλαγμόςdropping: masc nom /voc pl -
2 σταλεηδόνες
σταλεηδόνες· σταλαγμοί, Hsch. [full] στάλη· ταμεῖον κτηνῶν, Id. [full] σταλίζομαι· ἐπὶ τῆς στήλης τρόπον ἕστηκας (sic), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταλεηδόνες
-
3 φόνος
A murder, slaughter,τεύξασα πόσει φόνον Od.11.430
; ;φ. ῥάπτειν 16.379
;μερμηρίζειν 2.325
;ὁρμαίνειν 4.843
;σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Il. 17.757
, etc.;φόνον πράσσειν Pi.N.3.46
;ἀκούσιον φ. ἐξεργάσασθαι Pl. Lg. 869a
;βουλεῦσαί τινι S.Aj. 1055
;ἔθου φόνον Id.OC 542
(lyr.);ἐκπορίζειν E. Ion 1114
; of arrows,φ. προπέμπειν S.Ph. 105
; τὸν Δωριέος πρὸς Ἐγεσταίων φόνον ἐκπρήξασθαι exact vengeance for the killing.., Hdt.7.158; κατὰ ζῴων φόνου καὶ μὴ φόνου ὧδε ἔχει killing or not-killing, Democr.257; in poet. phrases, φ. συρίζειν, κινύρεσθαι, πνεῖν, A.Pr. 357 (s. v.l.), Th. 123 (lyr.), Ag. 1309; φ. τινός the murder of.., Id.Eu. 580, etc.; φ. Ἑλληνικὸς μέγιστος slaughter of Greeks, Hdt.7.170;ὅμαιμος αὐθέντης φ. A.Eu. 212
; ; πολύκερως, ἄρνειος φ., Id.Aj. 55, 309;ἐπὶ φόνῳ πράσσεις φόνον E.Or. 1579
, cf. HF 1084 (lyr.);γέρων φ. μηκέτ' ἐν δόμοις τέκοι A.Ch. 805
(lyr.), etc.;ὁ ὑπὸ Θήβης Ἀλεξάνδρον φ. Plu.2.856a
;ὁ κατὰ τῶν πολιτῶν φ. D.S.19.8
: pl.,φόνοι τ' ἀνδροκτασίαι τε Od.11.612
(personified in Hes.Th. 228);ἔμφυλοι φ. ἀνδρῶν Thgn.51
, cf. S.OC 962.2 in law, murder, homicide, δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Dracontis ap.IG12.115.12; ;δικάζειν δίκας φόνου Id.5.11
;παραδοῦναι φόνου δίκην Id.6.42
;ἁλῶναι Id.5.59
, etc.;φεύγειν Lycurg. 133
(poet., παίδων φόνον φεύγουσα fleeing from.. E.Med. 795); ἔνοχοι ;φόνου ὑπόδικος D.54.25
; φόνου καθαρός, ἁγνός, Pl.R. 451b, Lg. 759c:ἀκούσιος φ. D.23.72
;φόνων ἀπέχεσθαι Ar.Ra. 1032
(anap.);αἱ τῶν φ. δίκαι Pl.Lg. 778d
; φόνοι.. φόνοις δεόμενοι καθαίρεσθαι ib. 870c, al.; λαγχάνονται αἱ τοῦ φ. δίκαι πρὸς [τὸν βασιλέα] Arist.Ath.57.2.3 death as a punishment,φ. προκεῖσθαι δημόλευστον S.Ant.36
.4 blood when shed, gore,ἂμ φόνον, ἂν νέκυας Il.10.298
;κέατ' ἐν φόνῳ 24.610
;ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος 16.162
;φ. κέχυται γυναίκων Alc.Fr.153
Lobel;φόνον κεύθειν Emp. 100.4
;μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον Pi.I.8(7).55
;φόνου κηκίς A.Ch. 1012
; ; ; ;χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43
; of a sacrifice,ταυρείου φόνου A.Th.44
;Ἕλλην οὗ καταστάζει φ. E.IT72
; rarely in Prose of blood, Hp.Morb.2.73.5 corpse,πρὶν ἴδω τὸν Ἑλένας φόνον.. κείμενον E.Or. 1357
(lyr.); ἐπὶ φόνῳ χαμαιπετεῖ ματρός ib. 1491 (lyr.).6 rascal that deserves death, gallowsbird, a Dorian phrase, EM662.4.II of the agent or instrument of slaughter, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι to be a death to heroes, Il. 16.144, cf. Od.21.24; of poison, Mim.Oxy.413.180;ἐν φόνῳ μαχαίρας LXX Ex.17.13
, De.13.15(16), 20.13; without ἐν, Nu.21.24.III = ἀτρακτυλίς, Thphr.HP6.4.6. -
4 σταλάσσω
Grammatical information: v.Meaning: `to drip, to shed drops, to drop' (Sapph., E. a. o.).Other forms: - άω (hell. a. late epic, AP, Luc. a. o.), - άζω (Aq., Plu., Luc. a. o.), - άττω (Porph.), aor. - άξαι (Ar., Lyc., LXX).Derivatives: σταλαγ-μός m. `the dripping, drop' (trag., Ar., Hp. etc.) with - μιαῖος `calculated by the drop (of the water-clock)' (Vett. Val. a. o.), - μίτης plantname ( Hippiatr.; Redard 79); also - μα n. `drop' (A., S., Skymn. a. o.). Lat. LW [loanword] stalagmia n. pl. `eardrops' (since Plaut.), stalagmiās m. `kind of copper-vitriol' (Plin. HN).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The present σταλάσσω as παλάσσω, ῥαθάσσω, αἱμάσσω; beside it the metric. conditioned σταλάω after χαλάω a. o., to which σταλεηδόνες σταλαγμοί H. (metr. for σταλεδ- or στα-ληδ- ?). -- Because of its stilistic character one is inclined to see in σταλάσσω an expressive enlargement of στάζω; cf. cases like πομφόλοξ: πομφός, πέμφιξ; βδελύσσομαι: βδόλος, βδέω; s. also νυκτάλωψ. On the formal connection with στάζω Debrunner IF 21, 224. -- Usually connected with a root ( s)tel- `drip, urinate', to which a. o. also τέλμα and NEngl. stale `urine' would belong (Bq, WP. 2, 642f., Pok. 1018 w. lit.); not esp. convincing. -- On ἀνασταλύζω s. v.Page in Frisk: 2,776Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σταλάσσω
См. также в других словарях:
σταλαγμοί — σταλαγμός dropping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαλλαγή — η / ὑπαλλαγή, ΝΜΑ [ὑπαλλάσσω] αμοιβαία διαδοχή, εναλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. α) σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται το όνομα τού δημιουργού στη θέση τού δημιουργήματος, αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενό του και αντιστρόφως, το… … Dictionary of Greek
σταλεηδόνες — και σταλαηδόνες, αἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σταλαγμοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού, πιθ. < σταλάω + επίθημα (η)δών (πρβλ. σηπεδών, αλγηδών) διευθετημένος προς εξυπηρέτηση μετρικών αναγκών] … Dictionary of Greek