-
1 τρέπω
Aτρέψω 15.261
, etc.: [tense] aor. 1ἔτρεψα 18.469
, etc., [dialect] Ep.τρέψα 16.645
: besides [tense] aor. 1 Hom. has [tense] aor. 2 ἔτρᾰπον, Od.4.294, al., also Pi.O.10(11).15 (sts. also intr., v. περιτρέπω 11 and perh. Il.16.657, cf. 111 fin.): [dialect] Aeol. [tense] aor. ἔτροπον, v. ἀνατρέπω: [tense] pf. , Anaxandr.51, ([etym.] ἀνα-) S.Tr. 1009 (lyr.), And.1.131; laterτέτρᾰφα Din.1.108
, ([etym.] ἀνα-) ib.30, D.18.296 (cod. S), Aeschin.1.190, 3.158 (but cf. Wackernagel Studien zum griech. Perf.15);ἐπι-τέτραφα Plb.30.6.6
:—[voice] Med., [tense] fut.τρέψομαι Hdt.1.97
, Hp.Prog.20, E. Hipp. 1066, etc.: [tense] aor.ἐτρεψάμην Od.1.422
, E.Heracl. 842: also [tense] aor. 2ἐτραπόμην Il.16.594
, Hdt.2.3, al. (used also in pass. sense, ([etym.] ἀν-) Il.6.64, 14.447, and once in [dialect] Att., ([etym.] ἀν-) Pl.Cra. 395d); imper. : [tense] pf. (v. infr.):—[voice] Pass., [tense] fut.τρᾰπήσομαι Plu.Nic.21
, etc.; alsoτετράψομαι Ph.1.220
, ([etym.] ἐπι-) Pisistr. ap. D.L.1.54: [tense] aor.ἐτρέφθην Hom. Epigr.14.7
, once in Trag., E.El. 1046 (v. ἐπιτρέπω); [dialect] Ion.τραφθῆναι Od.15.80
, cf. Hdt.4.12: [tense] aor. 2 ἐτράπην [pron. full] [ᾰ] A.Pers. 1029 (lyr.), Ar.Ec. 416, etc.; ἐτρέπην ([etym.] ἐν-) UPZ5.24 (ii B. C.): [tense] pf. ; [ per.] 3pl.τετράφαται Thgn.42
, cf. Il.2.25 ([etym.] ἐπι-); [ per.] 3sg. imper.τετράφθω 12.273
; part.τετραμμένος 19.212
, etc.: [tense] plpf., [dialect] Ep. [ per.] 3sg.τέτραπτο Od.4.260
; [ per.] 3pl.τετράφατο Il.10.189
.—From the [tense] aor. 2 has been formed the [tense] pres. ἐπιτρᾰπέουσι, ib. 421; cf. τραπητέον.—The [dialect] Ion. forms used by Hdt. are [tense] pres. [voice] Pass.τράπονται 6.33
, al.; [ per.] 3sg. [tense] impf.τρέπεσκε 4.128
; [tense] aor. [voice] Pass.τραφθείς 9.56
; but [tense] fut. ἐπιτράψομαι is f. l. in 3.155, and in the [tense] pres. [voice] Act. and [voice] Pass. codd. vary (both forms in codd. of 2.92 ([voice] Act.),τρέπεται 1.117
,τράπεται 4.60
):—[dialect] Dor. forms, [full] τράπω EM114.19; [tense] fut. ([place name] Crete):— turn or direct towards a thing, Hom., etc.; mostly folld. by a Prep.,τ. [φύσας] ἐς πῦρ Il.18.469
;ἐς ποταμὸν φλόγα 21.349
; εἰς εὐνὴν τράπεθ' ἥμεας show us to bed, Od.4.294 (perh. with a punning reference to ταρπώμεθα in next line); (as though τραπείομεν in Il.3.441 belonged to τρέπω and not to τέρπω; unless there is a pause after λέκτρονδε); θυμὸν εἰς ἔργον τ. Hes.Op. 316
;εἰς ἐχθροὺς βέλος A.Th. 255
;πόλεις ἐς ὕβριν Th.3.39
;τὸν ἄνθρωπον.. εἰς ἀθυμίαν D.23.194
;πρὸς ἠέλιον κεφαλήν Od.13.29
;πρὸς ὄρος πίονα μῆλα 9.315
;πρὸς εὐφροσύναν ἦτορ Pi.I.3.10
;τὰς γνώμας πρὸς χρηματισμόν Pl.Ep. 355b
; alsoἐπ' ἐμπορίην θυμόν Hes.Op. 646
, cf. Pl. Phdr. 257b, R. 508c;δᾶμον ἐς ἡσυχίαν Pi.P.1.70
;ἐπ' ἐχθροῖς χεῖρα S.Aj. 772
;κατὰ πληθὺν τ. θυμόν Il.5.676
;ἀντίον Ζεφύρου πρόσωπον Hes.Op. 594
: with Advbs.,πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Il.12.24
;οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ.. τ. ἔπος S.Ph. 897
;ἐνταῦθα σὴν φρένα E.IT 1322
; τὴνδιάνοιαν ἄλλοσε Pl.R. 393a
;ἐκεῖσε τ. τὰς ἡδονάς Id.Lg. 643c
;ἐπὶ τὴν θεραπείαν τὸν λόγον Sor.2.23
: c. inf., σέ.. ἔτραπε.. ὀργὰ παρφάμεν led thee to speak crookedly, Pi.P.9.43:—also in [voice] Med.,τραπέσθαι τινὰ ἐπί τι Pl.Euthd. 303c
, cf. Chrm. 156c:—[voice] Pass.,κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος Il.19.212
.2 [voice] Pass. and [voice] Med., turn one's steps, turn in a certain direction,τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα Od.15.80
;τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Hdt. 9.56
;ἐς Θήβας ἐτραπόμην Id.2.3
; ἐπὶ Προκόννησον, ἐπ' Ἀθηνέων, Id 6.33, 5.57: with Advbs., ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο which way to turn, A. Pers. 459;ἀμηχανῶ.. ὅπᾳ τράπωμαι Id.Ag. 1532
(lyr.);πᾷ τις τράποιτ' ἄν; Id.Ch. 409
(lyr.);ποῖ τρέψομαι; E.Hipp. 1066
, cf. X.An.3.5.13;ποῖ χρὴ τραπέσθαι; Lys.29.2
: c. acc. cogn., τραπέσθαι ὁδόν take a course, Hdt.1.11, cf. 9.69, Pl.Sph. 242b;πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη Th.5.10
; .3 in [voice] Pass. and [voice] Med. also, turn or betake oneself, εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od.1.422, 18.305;ἐπὶ ἔργα Il.3.422
, etc.; ἐπ' ἀναιδείην Hom Epigr.14.7;ἐπὶ σωφροσύνην Thgn.379
;ἐπὶ ψευδέα ὁδόν Hdt.1.117
;ἐπὶ φροντίδας E.IA 646
;ἐφ' ἁρπαγήν Th.4.104
;ἐπ' εἰρήνην X.HG4.4.2
;ἐς τὸ μαίνεσθαι S.OC 1537
;ἐς ἀλκήν Th.2.84
;εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας X.HG6.5.30
;κατὰ θέαν τετραμμένοι Th.5.9
;πρὸς ἀλκήν Hdt.3.78
;πρὸς τὸ κέρδιον τραπείς S.Aj. 743
;πρὸς λῃστείαν Th.1.5
;πρὸς ἄριστον τετρ. Hdt.1.63
;πρὸς τὸν πότον Pl.Smp. 176a
, etc.; also τ. πρός τινα betake oneself, have recourse to him, Cratin.152, X.An.4.5.30, Pl.Prt. 339e;ἐφ' ἱκετείαν τ. τῶν διωκόντων Id.Ap. 39a
.4 [voice] Pass. and [voice] Med., of places, to be turned or look in a certain direction,πρὸς ζόφον Od. 12.81
; πρὸς ἄρκτον, πρὸς νότον, etc., Hdt. 1.148, Th.2.15, etc.; alsoπρὸς τοῦ Τμώλου Hdt.1.84
; ἄντ' ἠελίου τετρ. straight towards, Hes. Op. 727.II turn, i. e. turn round or about, πάλιν τρέπειν turn back,ἵππους Il.8.432
; τινα ib. 399; ὄσσε, δόρυ, 21.415, 20.439; τὰ καλὰ τ. ἔξω turn the best side outmost, show the best side (of a garment), Pi.P.3.83:—[voice] Pass.,πάλιν ἐτράπετ' Il.21.468
;μή τις ὀπίσσω τετράφθω 12.273
; c. gen., turn from..,υἷος 18.138
; ἐτράπετ' αἰχμή the point bent back, like ἀνεγνάμφθη, 11.237; of the sun having passed the meridian,πόστην ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr. 163
, cf. Antig. Mir.60; also of the solstice, ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται [ὁ ἥλιος] (v.τροπή 1
) X.Mem.4.3.8, cf. Pl.Lg. 915d;τραπείσης τῆς ὥρας Arist. HA 628b26
:—intr. in [voice] Act., περὶ δ' ἔτραπον ὧραι, v. περιτρέπω 11.2 τ. τι εἴς τινα turn upon another's head, τ. τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα, Is.8.41, D.8.57; freq. in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach. 833, cf. Hdt.2.39; εἰς σεαυτὸν τρεπέσθω on your head be it! IG4.444 ([place name] Phlius);ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τέλος; A.Eu. 434
; keep your ills to yourself,Ar.
Ach. 1019, Nu. 1263;πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς τρέψεσθε Lys.8.19
.3 alter, change,φρένας Il.6.61
;τὰς γνώμας X.An.3.1.41
; [τὸ χρῶμα] Sor.1.35; [ τὸ γάλα] ib.92;ἔτραπεν κεῖνον μισθῷ χρυσός Pi.P.3.55
; deceive, Archil.166;ἐς κακὸν τ. τινά Pi.P.3.35
; (troch.); , cf. Hdt.7.105, etc.: [voice] Med., πρὸς τὰς ξυμφορὰς τὰς γνώμας τρέπεσθαι shift their views, Th.1.140, cf. Plu. 2.71e, etc.:—[voice] Pass., to be changed,τρέπεται χρώς Il.13.279
, cf. Od. 21.413, Hes.Op. 416; τὴν χρόαν τρέπεσθαι, of animals, Plu.2.51d; τῷ χρώματι τρεπομένας, of women, Sor.1.35 (so abs., of a man, Id.Vit.Hippocr.5);ὁ οὕτω τρεπόμενος σφυγμός Gal.18(2).40
;τρέπεται νόος Od.3.147
;νόος ἐτράπετ' 7.263
;Διὸς ἐτράπετο φρήν Il.10.45
;τράπομαι καὶ τὴν γνώμην μετατίθεμαι Hdt.7.18
; ὁρῶν αὐτοὺς τετραμμένους seeing that they had changed their minds, Id.9.34, cf. Th.4.106;ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου Ar.V. 986
: c. inf.,κραδίη τέτραπτο νέεσθαι Od.4.260
;ἐτράποντο.. τῷ δήμῳ.. τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Th. 2.65
: c. acc. cogn.,πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90
; οἶνος τρέπεται the wine turns, becomes sour (v. τροπίας), S.E. P.1.41;ἡ ξανθὴ χολὴ.. εἰς τὸν ἰώδη τρέπεται χυμόν Gal.16.534
; ἡ ἀδελφὴ ἐπὶ τὸ κομψότερον ἐτράπη has taken a turn for the better, POxy.935.5 (iii A. D.); ἐπὶ τὸ ῥᾷον ἔδοξεν τετράφθαι ib.939.17 (iv A. D.); τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς ἄπορον τραπέντος having become destitute, PMeyer 8.14 (ii A. D.):—intr. in [voice] Act.,τοῦ ἄρχοντος τρέποντος εἰς δεσπότην Ph.2.562
.III turn or put to flight, rout, defeat,τρέψω δ' ἥρωας Ἀχαιούς Il.15.261
;ἔτρεψε φάλαγγας Tyrt.12.21
, cf. Pi.O.10 (11).15, Hdt.1.63, 4.128, Th.1.62, 4.25,33, etc.; in full,φύγαδε τ. Il.8.157
;εἰς φυγὴν ἔτρεψε τοὺς ἑξακισχιλίους X.An.1.8.24
;τρέψαι καὶ ἐς φυγὴν καταστῆσαι Th.7.43
(but they fled,E.
Supp. 718):—[voice] Med., [tense] pres., X.An.5.4.16, J.AJ13.2.4, Plu.Cam.29: [tense] fut., Ar.Eq. 275 (troch.): [tense] aor. 1, E.Heracl. 842, X.An.6.1.13:—[voice] Pass., to be put to flight, [tense] aor. 2 (lyr.), X.Cyr.5.4.7 (v.l. ἐτράποντο), etc.: also [tense] aor. 1ἐτρέφθην Id.An.5.4.23
, HG3.4.14, Cyn.12.5: [tense] aor. 2 [voice] Med.ἐτραπόμην Hdt.1.80
, 9.63, etc.;ἐς φυγὴν τραπέσθαι Id.8.91
, Th.8.95;τραπόμενοι κατέφυγον Id.4
54;φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο X.An.4.8.19
;ἐτράποντο φεύγειν Plu.Lys. 28
, Caes.45: rarely in [tense] pf. [voice] Pass.,τετραμμένου φυγᾷ γένους A.Th. 952
(lyr.):—also intr. in [voice] Act.,φύγαδ' ἔτραπε Il.16.657
(unless it governs δίφρον).IV turn away, keep off, ;τ. τινὰ ἀπὸ τείχεος 22.16
;ἑκάς τινος Od.17.73
([voice] Med.);τῇ.. νόον ἔτραπεν 19.479
: abs.,ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε Il.4.381
; of weapons,βέλος.. ἔτραπεν ἄλλῃ 5.187
;ἀπὸ ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes. Sc. 456
.VI turn, apply,τ. τι ἐς ἄλλο τι Hdt.2.92
; τὰς ἐμβάδας ποῖ τέτροφας; what have you done with your shoes? Ar.Nu. 858;τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας; Anaxandr. 51
:—[voice] Pass.,ποῖ τρέπεται.. τὰ χρήματα; Ar.V. 665
(anap.). -
2 τρέπω
τρέπω (aor. 1, ἔτρεψεν; τρέψαις, -αντες; τρέψαι: aor. 2, (ἔ) τραπε(ν); τράποι: aor. med. 2, τράποιο: pass. pf. τέτραπται; τετραμμένον.)1 turna turn back, put to flightὅτ' ἀλκάεντας Δαναοὺς τρέψαις ἁλίαισιν πρύμναις Τήλεφος ἔμβαλεν O. 9.72
τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15
παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.38
b turn, met. τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω i. e. so as to conceal what is bad P. 3.83c turn, guide, lead c. πρὸς, ἐς; inf., met.σύν τοι τίν κεν ἁγητὴρ ἀνὴρ δᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70
ἐς κακὸν τρέψαις ἐδαμάσσατό νιν P. 3.35
ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι P. 3.55
“ καὶ γὰρ σέ ἔτραπε μείλιχος ὀργὰ παρφάμεν τοῦτον λόγον” P. 9.43ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
also med., ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας (Sylburg: τρόποιο codd. Dion. Hal.) Pae. 9.9d pass., turn one's steps to, met.νιν αἰνέω πρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν καθαρᾷ γνώμᾳ τετραμμένον O. 4.16
εἰ δὲ τέτραπται (sc. Αἴγινα)θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν I. 5.23
e in tmesis παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεὸς (v. παρατρέπω) I. 8.10 -
3 τρέπω
τρέπω, fut. τρέψω, aor. ἔτρεψα, τρέψα, aor. 2 ἔτραπον, τράπον, mid. aor. 1 part. τρεψάμενος, aor. 2 (ἐ) τραπόμην, pass. perf. τέτραμμαι, imp. τετράφθω, part. τετραμμένος, plup. 3 pl. τετράφαθ, aor. inf. τραφθῆναι: turn, so as to alter the direction more or less.—I. act., turn, direct; τὶ ἔς τι, πρός, παρά, κατά, ἀνά τι, etc., pass., Il. 14.403; of guiding or leading one to a place, Od. 4.294, Od. 9.315; turning missiles aside, horses to flight, Il. 5.187, Il. 8.157, and without ἵππους, Il. 16.657; esp., of turning, ‘routing’ an enemy, Il. 15.261; metaph., νόον, θῦμόν, Il. 5.676.—With πάλιν, turn about or around, ὄσσε, ‘avert’ the eyes, Il. 13.3 ; ἵππους, Il. 8.432; met., φρένας τινός, Il. 6.61.—II. mid., intrans., turn oneself, with direction specified by preposition or adv., as above; metaph., τραπέσθαι ἐπὶ ἔργα, Γ , Od. 1.422; of motion to and fro (versari), τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα, ‘wander up and down’ through Hellas, Od. 15.80; met., change, τρέπεται χρώς, Il. 13.279; τράπετο νοός, φρήν, κραδίη τέτραπτο, Il. 17.546, Κ , Od. 4.260.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τρέπω
-
4 τρέπω
+ V 2-0-0-0-15=17 Ex 17,13; Nm 14,45; Jdt 15,3; 2 Mc 3,24; 4,37A: to turn, to charge, to shift [τι] 4 Mc 7,3M: to turn to, to turn in the direction of [πρός τι] 3 Mc 5,3; to turn to [εἴς τι] 4 Mc 1,12; to rout, to put to flight [τινα] Ex 17,13P: to be turned to [εἴς τινα] Sir 37,2; id. [εἴς τι] Sir 39,27; id. [ἐπί τι] 2 Mc 9,2; to be moved to [ἐπί τι] 2 Mc 4,37; to be turned into, to be changed in [εἴς τι] 2 Mc 8,5ἐτράπησαν εἰς φυγήν they fled away Jdt 15,3 Cf. DORIVAL 1994, 68; LE BOULLUEC 1989, 191(→ἀνατρέπω, ἀποτρέπω, διατρέπω, ἐκτρέπω, ἐντρέπω, ἐπιτρέπω, μετατρέπω, περιτρέπω, προσανατρέπω,,) -
5 προσεπικατέστρεψαν
πρός, ἐπί, κατά, εἰσ-τρέπωStudien zum griech. Perf.aor ind act 3rd pl (homeric ionic)πρός, ἐπί-καταστρέφωturn down: aor ind act 3rd pl -
6 προσεπικατέστρεψεν
πρός, ἐπί, κατά, εἰσ-τρέπωStudien zum griech. Perf.aor ind act 3rd sg (homeric ionic)πρός, ἐπί-καταστρέφωturn down: aor ind act 3rd sg -
7 προσαπέστρεψεν
πρός, ἀπό, εἰσ-τρέπωStudien zum griech. Perf.aor ind act 3rd sg (homeric ionic)πρόσ-ἀποστρέφωturn back: aor ind act 3rd sg -
8 προσκατεστρέψατο
πρός, κατά, εἰσ-τρέπωStudien zum griech. Perf.aor ind mid 3rd sg (homeric ionic)πρόσ-καταστρέφωturn down: aor ind mid 3rd sg -
9 στρέφω
στρέφω, Il.23.323, etc.; [dialect] Dor. [full] στράφω [pron. full] [ᾰ] IG12(3).92.6 (Nisyrus, dub.); [dialect] Aeol. [full] στροφῶ (leg. στρόφω) EM728.44: [dialect] Ep. [tense] impf.Aστρέψασκον Il.18.546
: [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 , etc., [dialect] Ep.στρέψα Od.4.520
: [tense] pf. ἔστροφα ([etym.] ἀν-) Cerc.17.30, ( ἀντ-, v.l. ἀν-) Theognet.1.8, ([etym.] ἐπ-) Plb.5.110.6, ([etym.] μετ-) Aristid.1.435 J.; also ἔστρᾰφα ([etym.] κατ-) Plb.23.11.2 codd.:—[voice] Med., Il.18.488, etc.: [tense] fut.στρέψομαι 6.516
, etc.: [tense] aor.ἐστρεψάμην S.OC 1416
, ([etym.] κατ-) Th.1.94, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense) ἔστραμμαι ([etym.] κατ-) Isoc.5.21:—[voice] Pass., [tense] fut.στρᾰφήσομαι LXX 1 Ki.10.6
, ([etym.] ἀνα-) Isoc.5.64, ([etym.] δια-) Ar.Eq. 175, Av. 177, ([etym.] μετα-) Pl.R. 518d; [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense) στρέψομαι ([etym.] ἀπο-) X.Cyr.5.5.36: [tense] aor.1 ἐστρέφθην freq. in Hom., Il.5.40, al., rare in [dialect] Att., Ar.Th. 1128, Pl.Plt. 273e; [dialect] Dor.ἐστράφθην Sophr. 88
, Theoc.7.132, also v.l. (for κατεστράφησαν ) in Hdt.1.130 (butστραφῆναι Id.3.129
): [tense] aor. 2 ἐστράφην [ᾰ] Sol.37.6, always in Trag., S.Ant. 315, etc., freq. in [dialect] Att., Ar.Ach. 537 ([etym.] μετα-), Th.5.97 ([etym.] κατα-), Pl.Ti. 77b: [tense] pf. , Hp.Aër.5, X.An.4.7.15, etc.; (Pap.), cf. ἀποστρέφω, καταστρέφω:— turn about or aside,ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν Od.4.520
; ἵππους ς. turn horses, Il.8.168, Od.15.205, etc.;σ. πηδάλιον Pi.Fr.40
;τὸν οἴακα Anaxandr.4.5
, cf. Men.482.4; ; of persons, ; , cf. Hec. 344;πάλιν στρέψεις κάρα Id.Med. 1152
;ὄμμα πανταχῇ στρέφων Id.IT68
;σ. ἀνταυγεῖς κόρας Ar.Th. 902
;σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Id.Nu. 1455
;πόλιν πρὸς κέρδος ἴδιον E. Supp. 413
;στρατὸν πρὸς ἀλκήν Id.Andr. 1149
; wheel soldiers round, X.Lac.11.9; v. infr. D.2 cause to rotate as on an axis, κεραμικὴν γαῖαν ς., i.e. on the potter's wheel, Sannyr.4;τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12
;τὸν κόσμον μήτε αὐτὸν στρέφειν ἑαυτόν, μήτε.. ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς περιαγωγάς Pl.Plt. 269e
, cf. Epin. 977b.II πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω ς. turn upside down, A.Eu. 651; κάτω ς. S.Ant. 717, Ar.Ec. 733;σ. λόγους ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg. 511a
, cf. Euthd. 276d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους ς. D.21.91; so (lyr.); στρέφειν alone, overturn, upset, Id.IT 1166, Fr. 536 (troch.); γῆν ς. turn it over by digging or ploughing, X.Oec.16.15: c. acc. cogn.,πάσας σ. στροφάς Pl.Ti. 43e
; γράμματα πανταχῇ ς. Id.Cra. 414c: c. inf., change a thing so as to.., (lyr.).III σ. σφυρόν sprain or dislocate it, Epict.Ench.29.2, Arr.Epict.3.15.4 (soστραφῆναι τὸν πόδα Hdt.3.129
, cf. Pl.Lg. 789e).2 metaph. of pain, twist, torture,κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα Antiph.177
, cf. Ar.Pl. 1131, Fr. 462, Ael. NA2.44 ([voice] Pass.), Gal.19.141; : so σ. τὴν ψυχήν torment, Pl.R. 330e.3 of corruptions in Music,κάμπτων καὶ στρέφων Pherecr.145.15
.IV twist, plait,σπάρτα ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;ἐμβολάδην ἐστραμμέναι ἀλλήλῃσι h.Merc. 411
; spin,ὑπὸ μακρῷ λίνῳ στρεφομένη Luc.JConf.7
, cf. 1;ἔστρεψεν Μοιρῶν μία νήματα IG14.607i
([place name] Caralis); κρόκην ς. Luc.Fug. 12: metaph.,μεγάλας σ. περιόδους Plu.2.235e
.VI metaph., turn a thing over in one's mind, τί στρέφω τάδε; E.Hec. 750;πρὸς ἀλλήλους Luc.Alex.8
;βουλὴν ἐν ἑαυτῷ Ael. NA10.48
; .VIII convert,τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων LXX Ps.113(114).8
, cf. 29(30).12, Ex.4.17; στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον ib.1 Ki.10.6; transmute metals, Zos.Alch.p.195 B.IX f.l. for τρέπω in Lys.32.20.B [voice] Pass. and [voice] Med., twist or turn oneself, στρεφθείς having turned face upward, Od.9.435; turn round or about, turn to and fro, Il.5.40, 575, etc.; ; ἐστρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, of one tossing in bed, 24.5; τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην; Ar.Nu.36, cf. Amphis 20.4; of patients, Gal.7.664.2 turn to or from an object,ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il. 6.516
, cf. Od.16.352; στρεφθεὶς μετόπισθεν turning back, Il.15.645; return, S.OC 1648, Ant. 315, etc.;στραφέντες ἔφευγον X.Cyr.3.3.63
, An.3.5.1; ποῖ στρέφει; whither away? Ar.Th. 230, 610.3 of the heavenly bodies, revolve, circle, Od.5.274, Pl.Ti. 40b; of the distaff, Id.R. 617a; of a joint,ἐν ἄρθροις σ. κοτυληδών Ar.V. 1495
.II turn or twist about, like a wrestler trying to elude his adversary: hence, in argument, twist and turn, shuffle, τί ταῦτα στρέφει; Id.Ach. 385; τί δῆτα ἔχων στρέφει; Pl.Phdr. 236e, etc.; πάσας στροφὰς στρέφεσθαι twist every way, Id.R. 405c, cf. Euthd. 302b.2 turn and change,κἂν σοῦ στραφείη θυμός S.Tr. 1134
; στρεφόμενα λέγων things that tell both ways, D.H.Rh.8.15: c. gen. causae, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην I would not turn for any noise of thine, S.Aj. 1117.III to be always engaged in or about, ;περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἡ σοφιστική Arist.Metaph. 1004b22
, cf. Phld.Rh.2p.124S.2 generally, to be at large, go about,ἀνειμένη στρέφει S.El. 516
;ἐν κυσὶν.. ἐστράφην λύκος Sol.37.6
;στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια Phld.Rh.2.139
S.; of things, to be rife,ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά Sol.4.23
.3 of places, τόποι ἐπὶ.. τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι turned, lying towards.., Plb.2.15.8, etc.C in strict med. sense, turn about with oneself, take back,στράτευμ' ἐς Ἄργος S.OC 1416
.D intr. in [voice] Act., like [voice] Pass., turn about, Il.18.544, 546, where, however, ζεύγεα may be supplied from 543, as may ὄϊς in Od.10.528, and ἵππους in X.Eq.7.18; of soldiers, wheel about, Id.An.4.3.26 and 32;στρέψαντες ἀπεχώρουν Id.Ages.2.3
; ποῖ στροφαὶ.. μανιῶν στρέφουσι; S.Ichn.224; τὸν στρέφοντα κύκλον ἡλίου revolving, Id.Fr. 738, cf. E. Ion 1154; στρέψαι δεῦρ', of the Comic Chorus, Pl.Com.92; στρέψον τι, δούλη withdraw a little, Herod.1.8;ἔστρεψεν ὁ θεός Act.Ap.7.42
. -
10 τρόπος
A turn, direction, way,διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι Hdt.2.108
;διώρυχας τετραμμένας πάντα τ. Id.1.189
, cf. 199: but,II commonly, way, manner, fashion, guise, τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι going on as we are, ib.97;τ. ὑποδημάτων Κρητικός Hp.Art.62
;πᾶς τ. μορφῆς A.Eu. 192
;τίς ὁ τ. τῆς ξυμφορᾶς; S. OT99
;ἀσκεῖν τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τ. Ar.Pl.47
;ὁ αὐτός που τ. τέχνης ἰατρικῆς ὅσπερ καὶ ῥητορικῆς Pl.Phdr. 270b
; tenor, of documents, PGen.16.11 (iii A. D.), etc.: also in Pl., κεχώρισται τοὺς τ. in its ways, in its kind, Hdt.4.28;ψυχῆς τρποι Pl.R. 445c
, etc.;οἱ περὶ τὴν ψυχὴν τ. Arist.HA 588a20
:—in various adverbial usages:1 dat.,τίνι τρόπῳ;
how?A.
Pers. 793, S.OT10, E.Ba. 1294;τῷ τ.; S.El. 679
, E. Hipp. 909, 1008;ποίῳ τ.; A.Pr. 763
, etc.; τοιούτῳ τ., τ. τοιῷδε, Hdt. 1.94, 3.68;ἄλλῳ τ. Pl.Phdr. 232b
, etc.; ἑνί γέ τῳ τ. in one way or other, Ar.Pl. 402, Pl.Men. 96d; παντὶ τ. by all means, A.Th. 301 (lyr.), Lys.13.25; οὐδενὶ τ., μηδενὶ τ., in no wise, by no mdans, on no account, Hdt.4.111, Th.6.35, Pl.Cri. 49a, etc.; ἑκουσίῳ τ. willingly, E. Med. 751; τρόπῳ φρενός by way of intelligence, i.e. in lieu of the intelligence which is lacking to the child, A.Ch. 754 (s. v.l.): poet. in pl.,τρόποισι ποίοις; S.OC 468
; τρόποισιν οὐ τυραννικοῖς not after the fashion of.., A.Ch. 479;ναυκλήρου τρόποις S.Ph. 128
.2 abs. in acc.,τίνα τρόπον;
how?Ar.
Nu. 170, Ra. 460; τ. τινά in a manner, E.Hipp. 1300, Pl.R. 432e; τοῦτον τὸν τ., τόνδε τὸν τ., Id.Smp. 199a, X.An. 1.1.9;ὃν τ.
how,D.H.
3.8; as, LXXPs.41(42).1;τ. τὸν αὐτόν A.Ch. 274
;πάντα τ. Ar.Nu. 700
(lyr.), etc.;μηδένα τ. X.Mem.3.7.8
; τὸν μέγαν τ., οὐ σμικρὸν τ., A.Th. 284, 465;τὸν Ἀργείων τ. Pi.I.6(5).58
;Σαμιακὸν τ. Cratin.13
; βάρβαρον τ. ( βρόμον ex Sch. Schütz) in barbarous guise or fashion, A.Th. 463; πίτυος τρόπον after the manner of a pine, Hdt.6.37; ὄρνιθος τ. like a bird, Id.2.57, cf. A.Ag.49 (anap.), 390 (lyr.), etc.; later,ἐς ὄρνιθος τ. Luc.Halc.1
, cf. Bis Acc.27: rarely in pl., πάντας τρόπους in all ways, Pl.Phd. 94d.3 with Preps., τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον in way of praise, Pi.O.10(11).77:—δι' οὗ τρόπου Men.539.6
;διὰ τοιούτου τ. D.S.1.66
:—ἐς τὸν νῦν τ. Th.1.6
;εἰς τὸν αὐτὸν τ. μετασκευάσαι X.Cyr.6.2.8
; ἐς ὄρνιθος τ. (v. supr.2):—ἐκ παντὸς τ. Id.An.3.1.43
, Isoc.4.95, etc.;ἐξ ἑνός γέ του τ. Ar.Fr. 187
, Th.6.34;μηδὲ ἐξ ἑνὸς τ. Lys.31.30
;μηδ' ἐξ ἑνὸς τ. Isoc.5.3
:—ἐν τῷ ἑαυτῶν τ. Th.7.67
, cf. 1.97, etc.;ἐν τρόπῳ βοσκήματος Pl.Lg. 807a
: in pl., γυναικὸς ἐν τρόποις, ἐν τ. Ἰξίονος, A.Ag. 918, Eu. 441:—κατὰ τὸν αὐτὸν τ. X.Cyr.8.2.5
;κατὰ πάντα τ. Ar.Av. 451
(lyr.), X.An. 6.6.30, etc.;κατ' οὐδένα τ. Plb.4.84.8
, etc.;κατ' ἄλλον τ. Pl.Cra. 417b
;κατὰ τὸν Ἑλληνικὸν τ. X.Cyr.2.2.28
: in pl., κατὰ πολλοὺς τ. ib.8.1.46, etc.:—μετὰ ὁτουοῦν τ. in any manner whatever, Th.8.27:—ἑνὶ σὺν τ. Pi.N.7.14
.4 κατὰ τρόπον,a according to custom,κατὰ τὸν τ. τῆς φύσεως Pl.Lg. 804b
; opp.παρὰ τὸν τ. τὸν ἑαυτῶν Th.5.63
, cf. Antipho 3.2.1.b fitly, duly, Epich.283, Isoc. 2.6, Pl.Plt. 310c, etc.;οὐδαμῶς κατὰ τ. Id.Lg. 638c
; opp. unreasonable, absurd,Id.
Cra. 421d, Tht. 143c, etc.; soθαυμαστὸν οὐδὲν οὐδ' ἀπὸ τοῦ ἀνθρωπείου τ. Th.1.76
.III of persons, a way of life, habit, custom, Pi.N.1.29; μῶν ἡλιαστά; Answ.μἀλλὰ θατέρου τ. Ar. Av. 109
;ἐγὼ δὲ τούτου τοῦ τ. πώς εἰμ' ἀεί Id.Pl. 246
, cf. 630.2 a man's ways, habits, character, temper, ὀργὴν καὶ ῥυθμὸν καὶ τ. ὅστις ἂν ᾖ (v.l. ὅντιν' ἔχει) Thgn.964; τρόπου ἡσυχίου of a quiet temper, Hdt.1.107, cf. 3.36;φιλανθρώπου τ. A.Pr.11
;γυναικὶ κόσμος ὁ τ., οὐ τὰ χρυσία Men.Mon.92
;οὐ τὸν τ., ἀλλὰ τὸν τόπον μόνον μετήλλαξεν Aeschin.3.78
; τρόπου προπέτεια, ἀναίδεια, D.21.38, 45.71;ἀφιλάργυρος ὁ τ. Ep.Hebr.13.5
:—οὐ τοὐμοῦ τ. Ar.V. 1002
; σφόδρ' ἐκ τοῦ σοῦ τ. quite of your sort, Id.Th.93; ξυγγενεῖς τοὐμοῦ τ. ib. 574:— πρὸς τρόπου τινός agreeable to one's temper, Pl.Phdr. 252d, cf. Lg. 655d;πρὸς τοῦ Κύρου τρόπου X.An.1.2.11
:—opp.ἀπὸ τρόπου Pl.Phdr. 278d
, R. 470c:—after Adjs.,διάφοροι ὄντες τὸν τ. Th.8.96
;σολοικότερος τῷ τ. X.Cyr.8.3.21
:—esp. in pl., Pi.P.10.38, S.El. 397, 1051; σκληρός, ἀμνοὶ τοὺς τρόπους, Ar. Pax 350, 935;σφόδρα τοὺς τ. Βοιώτιος Eub.39
;πουλύπους ἐς τοὺς τ. Eup.101
;μεθάρμοσαι τ. νέους A.Pr. 311
;τοὺς φιλάνορας τ. Id.Ag. 856
;νέας βουλὰς νέοισιν ἐγκαταζεύξας τ. S.Aj. 736
;τοῖς τρόποις ὑπηρετεῖν Ar.Ra. 1432
; opp. νόμοι, Th.2.39;ἤθη τε καὶ τ. Pl.Lg. 924d
.IV in Music, like ἁρμονία, a particular mode,Αύδιος τ. Pi.O.14.17
; but more generally, style, νεοσίγαλος τ. ib.3.4;ὁ ἀρχαῖος τ. Eup.303
; ᾠδῆς τρόπος, μουσικῆς τρόποι, Pl.R. 398c, 424c; διθυραμβικοὶ τ. (distd. fr. ἦθος) Phld.Mus.p.9K.;ὁ ἁρμονικὸς τῆς μουσικῆς τ. Aristid.Quint.1.12
, cf. 2.1; of art in general,πάντες τῆς εἰκαστικῆς τ. Phld.Po.5.7
.V in speaking or writing, manner, style,ὁ τ. τῆς λέξεως Pl.R. 400d
, cf. Isoc.15.45: esp. in Rhet. in pl., tropes, Trypho Trop.tit., Cic.Brut.17.69, Quint.Inst.8.6.1.VI in Logic, mode or mood of a syllogism, Stoic.3.269, cf. 1.108, 2.83: more generally, method of instruction or explanation,ὁ ἄνευ φθόγγων τ. Epicur.Ep.1p.32U.
; ὁ μοναχῇ τ. the method of the single cause, opp. ὁ πλεοναχὸς τ. the method of manifold causes, Id.Ep.2p.41U.; mode of inference, ὁ κατὰ τὴν ὁμοιότητα τ., opp. ὁ κατ' ἀνασκευὴν τ. τῆς σημειώσεως, Phld.Sign.30,31;αἰτιολογικὸς τ. Epicur.Nat. 143
G. -
11 εὐτρεπής
A readily turning: hence generally, prepared, ready,εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι E.Ba. 440
; τοὐμὸν εὐ. πάρα ib. 844;εὐτρεπῆ.. τὸν κοντὸν ποιοῦ Epicr.10.4
; δεῖπνον εὐ. Antiph.80.12; ;τούτων -πῶν γενομένων Plb.6.26.10
; also of persons,εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς D.4.18
; συνήγοροι.. καθ' ἡμῶν εὐ. Id.21.112, cf. Com.Adesp.15.19 D.;εὐ. πρός τι D.H.2.3
, Ph.1.174. Adv. εὐτρεπῶς, ἔχειν to be in a state of preparation, D.1.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτρεπής
-
12 τροπή
A turn, turning:a ὅθι τροπαὶ ἠελίοιο apparently denotes a point on the horizon, prob. the West or place where the sum sets (so Eust.1787.20), Od.15.404.b each of two fixed points in the solar year, the solstices, first in Hes., at the time of the (winter) solstice, Op. ; μετὰ τροπὰς ἠελ. ib.564,663 (with [dialect] Dor. acc. pl. in - ᾰς); πεδὰ τὰς τροπάς Alcm.33.5
:—later the two solstices were distinguished as τροπαὶ θεριναί and χειμεριναί, Hdt.2.19, Th.7.16, Pl.Lg. 767c, Arist. HA 542b4 sqq., Gal.6.405, etc. (rarely in sg.,τροπὴ θερινή Arist.Mete. 364b2
, Gem.1.13; τ. χειμερινή ib.15);τροπαὶ νότιοι Arist.HA 542b11
; τ. βόρειοι, νότιοι, Plu.2.601a:—when τροπαί is used alone, it mostly refers to the winter solstice, but the sense is always determined by the context, v. Hes. ll. cc.; περὶ ἡλίου τροπάς (sc. χειμερινάς) Th.8.39;εὐθὺς ἐκ τροπῶν Arist.HA 542b20
:—sts. also of other heavenly bodies, Pl.Ti. 39d;περὶ Πλειάδος δύσιν καὶ τροπάς Arist.HA 542b23
, etc.;ἄστρων ἐπιτολάς, δύσεις, τροπάς Alex.30.5
;τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων Arist.Cael. 296b4
;τροπαὶ ἡλίου καὶ σελήνης Epicur.Ep.2p.40U.
:—sts. four in number (the two equinoxes and two solstices), S.E.M.5.11, Gal.17(1).22; so (on a sun-dial)θερινὴ τ., ἰσημερινὴ τ., χειμερινὴ τ., Ἀρχ.Δελτ. 12.236
([place name] Samos).2 turn, change, Arist.Pol. 1316a17;πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90
; τ. πρὸς τὸ βέλτιον turn for the better, Phld.Rh.2.25S.;ὀξυτέρας τρεπόμενος τ. τοῦ χαμαιλέοντος Plu.Alc.23
;αἱ τοῦ κόλακος ὥσπερ πολύποδος τ. Id.2.52f
;αἱ τῶ αἵματος τ. καὶ ἀλλοιώσιες Ti.Locr.102c
; αἱ περὶ τὸν ἀέρα τ. changes in the air or weather, Plu.2.946f; of wine, a turning sour, ib.939f (cf. τροπίας); going bad, of food,τ. καὶ διαφθορὰ τῶν παρακειμένων Gal.19.208
; of phonetic change in language, A.D. Adv.210.4, Hdn.Gr.2.932.3 τροπαὶ λέξεως a change of speech by figures or tropes ([etym.] τρόποι), Luc.Dem.Enc.6, cf. Hermog.Inv.4.10, al.4 αἱ τροπαί, = αἱ τροπαῖαι, alternating winds, Arist.Pr. 940b16, 21, Thphr.CP2.3.1, Vent.26.II the turning about of the enemy, putting to flight or routing him, τροπήν (or τροπάς) τινος ποιεῖν or ποιεῖσθαι put one to flight, Hdt.1.30, Ar.Eq. 246 (troch.), Th.2.19, 6.69, etc.; οἵαν ἂν τροπὴν Εὐρυσθέως θείμην ( θείην codd.) E.Heracl. 743;τροπὴ γινομένη Hdt.7.167
, cf. Th.1.49,50, etc.: poet.,ἐν μάχης τροπῇ A.Ag. 1237
; ἐν τροπῇ δορός in the rout caused by the spear, S.Aj. 1275, E.Rh.82.IV a coin, Hsch.; cf. τροπαϊκόν. -
13 τρωπάω
τρωπάω, poet. for τρέπω,A turn, change, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, of the nightingale, Od.19.521:—[voice] Med., turn oneself, turn about,πάλιν τρωπᾶσθαι Il.16.95
;πρὸς πόλιν Od.24.536
;φόβονδε Il.15.666
; [dialect] Ep. Iterat.,τρωπάσκετο φεύγειν 11.568
; cf. τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω, Hsch.
См. также в других словарях:
τρέπω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράπω Α 1. κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση ή στάση (α. «οι κακές παρέες τόν έτρεψαν στο κακό» β. «πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι... ἦτορ», Πίνδ. γ. «τήνδε... τὴν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην ἡμῑν εἶναι τρέπεσθαι», Πλάτ.) 2.… … Dictionary of Greek
τρέπω — έτρεψα, τράπηκα, τραμμένος 1. κάνω κάτι να στραφεί, να αλλάξει κατεύθυνση: Έτρεψε την πορεία του δυτικότερα. 2. μετατρέπω, αλλάζω: Τρέπω τον ακέραιο σε κλάσμα. 3. το μέσ., τρέπομαι κατευθύνομαι: Η επιδημία τρέπεται προς την Ασία. 4. μεταβάλλομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσεπικατέστρεψαν — πρός , ἐπί , κατά , εἰσ τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind act 3rd pl (homeric ionic) πρός , ἐπί καταστρέφω turn down aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεπικατέστρεψεν — πρός , ἐπί , κατά , εἰσ τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πρός , ἐπί καταστρέφω turn down aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαπέστρεψεν — πρός , ἀπό , εἰσ τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) πρόσ ἀποστρέφω turn back aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκατεστρέψατο — πρός , κατά , εἰσ τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) πρόσ καταστρέφω turn down aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
μετατρέπω — (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω) 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ) 2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν… … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
εκτρέπω — (AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω) 1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («τό ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.) 2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι,… … Dictionary of Greek
προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… … Dictionary of Greek