-
1 σκεῦος
σκεῦος, τό, Geräth jeder Art (vgl. Poll. 10, 1 ff.), als Hausgeräth, Rüstung, Waffen, Kleidung; οἰνηρά, Eur. Ion 1179; τί δῆτ' ἔδει με ταῠτα τὰ σκεύη φέρειν, Ar. Ran. 12, vgl. 15; Eccl. 728; ἱερὰ σκεύη, Thuc. 2, 13; von einem Topfe, Plat. Hipp. mai. 288 e; τὸ περὶ τὸ ξυνϑετὸν καὶ πλαστόν, ὃ δὴ σκεῠος ὠνομάκαμεν, Soph. 219 a; κλῖναί τε καὶ τράπεζαι καὶ τἄλλα σκεύη, Rep. II, 373 a; ξύλινα, Theaet. 146 e; ἔμπυρα καὶ ἄπυρα, Legg. III, 679 a; τῆς νεώς, Lach. 183 e; σκευῶν ὅσα τριήρεσι προςήκει, Alles, was zur Ausrüstung der Trieren gehört, Critia. 117 d; vgl. Xen. Oec. 8, 12; τριηραρχικά, Dem. 47, 19; Pol. 22, 26, 13; ἐσϑὴς καὶ σκεύη, Xen. An. 7, 4, 18; öfter vom Troß, Gepäck, Cyr. 5, 3, 40; ἀκόλουϑος φέρων τὰ στρώματα καὶ τἄλλα σκεύη, Mem. 3, 13, 6; auch Instrument, z. B. des Flötenbläsers, Mem. 1, 7, 2; γεωργικά, Dem. 30, 28; τὰ σκεύη ἀπέδοσϑε, alle Sachen verkaufen in der Auction, Lys. 19, 31. – Auch der Leib, als Werkzeug der Seele, heißt σκεῦος, vgl. Plat. Soph. 219 u. N. T.; auch das Zeugungsglied, παιδοποιὸν σκεῠος, Ael. H. A. 17, 11. – Im verächtlichen Sinne, ein Diener, Helfershelfer, der sich von einem Andern als Werkzeug brauchen läßt, ὑπηρετικόν, Pol. 13, 5, 7. 15, 25. – Protagoras nannte die nomina neutra σκεύη, die sonst τὰ μεταξὺ ὀνόματα heißen, Arist. rhet. 3, 8 Soph. elench. 14, weil die Namen der Werkzeuge meist Neutra auf -ον sind.
-
2 σκεῦος
σκεῦος, τό, Gerät jeder Art, als Hausgerät, Rüstung, Waffen, Kleidung; σκευῶν ὅσα τριήρεσι προςήκει, alles, was zur Ausrüstung der Trieren gehört; öfter vom Troß, Gepäck; auch Instrument, z. B. des Flötenbläsers; τὰ σκεύη ἀπέδοσϑε, alle Sachen verkaufen in der Auktion. Auch der Leib, als Werkzeug der Seele, heißt σκεῦος; auch das Zeugungsglied, παιδοποιὸν σκεῠος. Im verächtlichen Sinne: ein Diener, Helfershelfer, der sich von einem anderen als Werkzeug brauchen läßt. Protagoras nannte die nomina neutra σκεύη, die sonst τὰ μεταξὺ ὀνόματα heißen, weil die Namen der Werkzeuge meist Neutra auf - ον sind -
3 ξυλο-κατά-σκευος
ξυλο-κατά-σκευος, von Holz gemacht, Schol. Opp. Hal. 1, 358.
-
4 κουφό-σκευος
κουφό-σκευος, mit leichtem Gepäck, Hesyeh.
-
5 εὔ-σκευος
-
6 εὖ-κατά-σκευος
εὖ-κατά-σκευος, dasselbe, Phavor.
-
7 νεο-κατά-σκευος
νεο-κατά-σκευος, neu eingerichtet, gemacht (?).
-
8 αὐτό-σκευος
αὐτό-σκευος ( σκευή), selbst zugerichtet, schlecht gemacht, λύριον Synes.; dah. kunstlos, φύσεως αὐτ. ἔρευϑος Aristaen. 2, 22; = αὐτουργός, Poll. 10, 14.
-
9 ἀ-παρά-σκευος
ἀ-παρά-σκευος ( παρασκευή), dasselbe, Thuc. 1, 99 u. Folgde, wie Lys. 2, 33 Dem. 24, 145; πρὸς τὸ μέλλον Pol. 1, 49; ἀπαρασκεύως ἔχειν 1, 45; διακεῖσϑαι 14, 10. Auch ohne Aufwand, einfach.
-
10 ἀ-κατά-σκευος
ἀ-κατά-σκευος, dasselbe, bes. ungekünstelt, einfach, D. Hal. Thuc. 27. So ἡρώων βίος Athen. XII, 511 d; vgl. D. Sic. 5, 89. – Adv. Polyb. 6, 4, 7.
-
11 ὁμό-σκευος
ὁμό-σκευος, gleich gerüstet, gekleidet; Thuc. 2, 96. 3, 95; Luc. Tox. 51.
-
12 ὁμοιό-σκευος
ὁμοιό-σκευος, von ähnlicher Kleidung, ähnlichem Anzuge, Strab. XVII.
-
13 ἄ-σκευος
ἄ-σκευος ( σκευή), ohne Geräth, ohne Rüstung, ἀσπίδων καὶ στρατοῦ Soph. El. 36, d. i. ohne Waffen u. Heer.
-
14 ἐμ-παρά-σκευος
ἐμ-παρά-σκευος, vorbereitet, Sp.
-
15 ἐγ-κατά-σκευος
ἐγ-κατά-σκευος, künstlich gearbeitet; bes. vom Styl, rhetorisch geschmückt, geziert; Ggstz ἁπλοῠς; Dion. Hal. oft; οὐσία Artemid. 4, 17.
-
16 ἐν-διά-σκευος
ἐν-διά-σκευος, mit allem rhetorischem Schmucke verf Ehen, Hermog.
-
17 ἔν-σκευος
-
18 ἔκ-σκευος
-
19 πλημο-χόη
-
20 σκευάριον
См. также в других словарях:
σκεῦος — vessel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… … Dictionary of Greek
σκεύος — το 1. κάθε κινητό πράγμα (εργαλείο, έπιπλο κτλ.) χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου: Νοίκιασα ένα σπίτι εξοπλισμένο με οικιακά σκεύη. 2. φρ., «σκεύος της ψυχής», το σώμα μας. 3. «ιερά σκεύη», τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στις διάφορες… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ζερβός, Σκεύος — (Κάλυμνος 1875 – Αθήνα 1966). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Βιέννης. Αρχικά, εργάστηκε ως βοηθός και κατόπιν ως επιμελητής στον Ευαγγελισμό. Ταξίδεψε έπειτα στις ΗΠΑ … Dictionary of Greek
δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… … Dictionary of Greek
κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… … Dictionary of Greek
κατάσκευος — κατάσκευος, ον (Α) φρ. «κατάσκευος οἶκος» σπίτι με όλα τα απαραίτητα έπιπλα και σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α παρά σκευος, έν σκευος] … Dictionary of Greek
κουφόσκευος — κουφόσκευος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ελαφρά οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α προ παρά σκευος, ομοιό σκευος] … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… … Dictionary of Greek
ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… … Dictionary of Greek