Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐκεῖνος

См. также в других словарях:

  • ἐκεῖνος — the person there masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκείνος — η, ο (AM ἐκεῑνος, η, ον) 1. δεικτική αντωνυμία που χρησιμοποιείται για αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («εκείνου τού τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτο», Ερωτόκρ.) 2. όταν η αντωνυμία αυτός ή ούτος και εκείνος αναφέρονται σε δύο προηγούμενες λέξεις …   Dictionary of Greek

  • εκείνος — η, ο αντων. δεικτ. 1. για δείξη πράγματος ή προσώπου, για το οποίο έγινε λόγος πιο μπροστά ή βρίσκεται μακριά τοπικά ή χρονικά: Θυμήθηκα εκείνο που μου είπες. – Δες εκείνο το αεροπλάνο. 2. για ακριβέστερο προσδιορισμό εκφέρεται μαζί με το εκεί ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κείνω — ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc dual ἐκεῖνος the person there masc nom/voc/acc dual ἐκεῖνος the person there neut gen sg (doric aeolic) ἐκεῖνος the person there masc gen sg (doric aeolic) κεῖνος the person there masc/neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήνω — ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc dual (aeolic) ἐκεῖνος the person there masc nom/voc/acc dual (aeolic) ἐκεῖνος the person there neut gen sg (doric aeolic) ἐκεῖνος the person there masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήνω — ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc dual (doric) ἐκεῖνος the person there masc nom/voc/acc dual (doric) ἐκεῖνος the person there neut gen sg (doric aeolic) ἐκεῖνος the person there masc gen sg (doric aeolic) τῆνος the person there neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκείνω — ἐκεῖνος the person there neut nom/voc/acc dual ἐκεῖνος the person there masc nom/voc/acc dual ἐκεῖνος the person there neut gen sg (doric aeolic) ἐκεῖνος the person there masc gen sg (doric aeolic) κεινόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • κανόνικος — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • κείνων — ἐκεῖνος the person there neut gen pl ἐκεῖνος the person there fem gen pl ἐκεῖνος the person there masc gen pl κεῖνος the person there fem gen pl κεῖνος the person there masc/neut gen pl κεινόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κεινόω imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»