Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σκῠλα

См. также в других словарях:

  • σκύλα — σκύλᾱ , σκύλος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) σκύλᾱ , σκυλάω pres imperat act 2nd sg σκύλᾱ , σκυλάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύλα — Σκύλᾱ , Σκύλης masc nom/voc/acc dual Σκύλης masc voc sg Σκύλᾱ , Σκύλης masc gen sg (doric aeolic) Σκύλης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλα — η, Ν βλ. σκύλος …   Dictionary of Greek

  • σκύλα — η θηλυκό σκυλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκῦλα — σκύλλω torn aor ind act 1st sg (homeric ionic) σκῦλον arms stripped off a slain enemy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλαν — σκύλᾱν , σκυλάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σκύλᾱν , σκυλάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύλας — Σκύλᾱς , Σκύλης masc acc pl Σκύλᾱς , Σκύλης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύλαν — Σκύλᾱν , Σκύλης masc acc sg (epic doric aeolic) Σκύλης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • σκύλο — το / σκῡλον, ΝΑ καθετί που διαρπάζεται από σκοτωμένο στρατιώτη, προϊόν σκύλευσης («τὰς πτέρυγας... τῇ Νίκῃ φορεῑν ἔδοσαν... σκῡλον ἀπὸ τῶν πολεμίων», Αριστοφ.) αρχ. 1. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκῡλα τα όπλα που αφαιρούνται από σκοτωμένο εχθρό,… …   Dictionary of Greek

  • νίσος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Πανδίονα, ιδρυτής του επίνειου των Μεγάρων, Νισαία. Ήταν αδελφός του Αιγέα, του Λύκου και του Πάλλαντα. Όταν ο Μίνως είχε καταλάβει όλη τη Μεγαρίδα, ο Ν. κατέφυγε στη Νισαία. Σ’υμφωνα με τον μύθο, καθώς τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»