Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐσϑῆτα

См. также в других словарях:

  • εσθήτα — η (AM ἐσθής, Α και δωρ. τ. ἐσθάς) ένδυμα, ενδυμασία νεοελλ. (κυρίως) γυναικείο φόρεμα (φουστάνι) αρχ. μσν. 1. (περιλπτ.) τα ενδύματα («ἐσθῆτα ἔσφερον εἴσω») 2. το ένδυμα τού βαπτίσματος αρχ. φρ. α) «χρηστηρία ἐσθής» το ένδυμα τής προφήτιδος β)… …   Dictionary of Greek

  • ἐσθῆτα — ἐσθής clothing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθῆθ' — ἐσθῆτα , ἐσθής clothing fem acc sg ἐσθῆτι , ἐσθής clothing fem dat sg ἐσθῆτε , ἐσθής clothing fem nom/voc/acc dual ἐσθῆτε , εἰσθέω run into pres imperat act 2nd pl (doric aeolic) ἐσθῆτε , εἰσθέω run into pres subj act 2nd pl ἐσθῆτε , εἰσθέω run… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθῆτ' — ἐσθῆτα , ἐσθής clothing fem acc sg ἐσθῆτι , ἐσθής clothing fem dat sg ἐσθῆτε , ἐσθής clothing fem nom/voc/acc dual ἐσθῆτε , εἰσθέω run into pres imperat act 2nd pl (doric aeolic) ἐσθῆτε , εἰσθέω run into pres subj act 2nd pl ἐσθῆτε , εἰσθέω run… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nasos Vagenas — Nasos Vagenas, also transliterated Vayenas (Greek: Νάσος Βαγενάς), was born in 1945 in Drama, Greece. Vagenas studied philology at the University of Athens. He has taught at the universities of Athens (1963 1968), Rome (1970 1972), Essex (1972… …   Wikipedia

  • Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα …   Википедия

  • обида — ОБИД|А1 (175), Ы с. 1.Несправедливость, зло, насилие: Богатыи обидѹ сътворивъ и самъ прогнѣваѥть сѧ: ѹбогыи же обидимъ и самъ примолить сѧ. (ἠδίκησεν) Изб 1076, 150; небрезѣте братие и г҃ьѥ небрезѣте. кѹю обидѹ сътворихъ братѹ моѥмѹ и вамъ братиѥ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Αρρηφόρια — Αρχαία γιορτή της Αθηνάς Πολιάδας, που ονομάστηκε έτσι από τις τέσσερις Αρρηφόρες κόρες. Εορταζόταν το καλοκαίρι, τον μήνα Σκιροφοριώνα (περίπου Ιούνιο). Οι Αρρηφόρες έμεναν στην Ακρόπολη πολλούς μήνες, φορώντας άσπρη εσθήτα και χρυσά κοσμήματα… …   Dictionary of Greek

  • Ουρανία — I Μία από τις εννέα Μούσες της ελληνικής μυθολογίας, προστάτιδα της αστρονομίας. Απεικονιζόταν συνήθως με στεφάνι από αστέρια στο κεφάλι, γαλάζια εσθήτα και μία σφαίρα και έναν διαβήτη στο χέρι. Οι αρχαίοι αστρολόγοι πίστευαν ότι είχε, όπως… …   Dictionary of Greek

  • αλειμμάτιον — ἀλειμμάτιον, το (Α) αρωματισμένη μυρωμένη εσθήτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τής λ. ἄλειμμα*] …   Dictionary of Greek

  • αλουργίς — ἁλουργίς ( ίδος), η (AM) πορφυρή εσθήτα αρχ. (ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός. ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»