Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εἴληφα

См. также в других словарях:

  • εἴληφα — λαμβάνω a perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλήφασι — εἰλήφᾱσι , λαμβάνω a perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλήφασιν — εἰλήφᾱσιν , λαμβάνω a perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • αμφιλαφής — ἀμφιλαφής, ές (Α) 1. (για μεγάλα δέντρα) αυτός που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση, που τα κλαδιά του απλώνονται σε κάθε κατεύθυνση 2. δασύς, πυκνός, κατάφυτος 3. άφθονος, υπερβολικός, δυνατός 4. υπερμεγέθης, πελώριος 5. (σπάν. για πρόσωπα) μεγάλος,… …   Dictionary of Greek

  • λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… …   Dictionary of Greek

  • λήξις — (I) λῆξις, ἡ (ΑM, Α ιων. τ. λάξις) 1. τόπος που παραχωρήθηκε για διαμονή («θεῶν καὶ τῶν εἰς θείαν λῆξιν πορευθέντων», Ιουλ.) 2. κατάσταση αρχ. 1. ο καθορισμός ή ο διορισμός με κλήρο, η απόκτηση με κλήρο («ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν», Πλάτ.) 2. η… …   Dictionary of Greek

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

  • εἴληφ' — εἴληφι , εἴλη fem dat pl (epic) εἴληφι , ἴλη band fem dat pl (epic ionic) εἴληφα , λαμβάνω a perf ind act 1st sg εἴληφε , λαμβάνω a perf imperat act 2nd sg εἴληφε , λαμβάνω a perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • (s)lā̆ gʷ- —     (s)lā̆ gʷ     English meaning: to grab     Deutsche Übersetzung: “fassen, ergreifen”     Material: Gk. (ep. Ion.) λάζομαι (present and Impf.) “take, catch, ergreife (*λαγ(ʷ)ι̯ω); after αἴνυμαι is Ion. Att. λάζυμαι, böot. λαδδουσθη reshaped;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»