Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρεσβύτεροι

См. также в других словарях:

  • πρεσβύτεροι — πρέσβυς old man masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PRESBYTER — I. PRESBYTER Hebr. Zeken, i. e. Senior, nomen titulusque eminentioribus olim, adeoque Praefectis Iuridicis Israelitarum, iam per intervallum Legis dationem in Sinai antevertens, tribui solitus et quidem his inprimis, uti vidimus supra, voce Iudex …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πρεσβύτερος — η και έρα, ο / πρεσβύτερος, έρα, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. αρσ. πρισγούτερος και θηλ. πρεσβυτερίς, ίδος, Α [πρέσβυς] 1. γεροντότερος, μεγαλύτερος στην ηλικία από κάποιον άλλο 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρεσβύτερος εκκλ. ο δεύτερος βαθμός ιερωσύνης που… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανίας, Ορθόδοξη Εκκλησία — Ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1937 με την έκδοση σχετικού πατριαρχικού και συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης. Αφού δέχτηκε διωγμούς και διώξεις από το κομουνιστικό καθεστώς της χώρας, μέχρι την πλήρη εξάρθρωσή της,… …   Dictionary of Greek

  • History of the Papacy — The History of the Papacy is the history of both the spiritual role and the temporal role over a timespan of almost 2,000 years from the arrival of Peter in Rome to the present day. The office of the Pope is called the Papacy. In addition to his… …   Wikipedia

  • Presbyterianismus — (von griechisch πρεσβύτερος presbyteros, der Ältere) ist eine Form von Kirchenverfassung, bei der die Kirche auf mehreren Ebenen durch Gremien von Ältesten und Pastoren geleitet wird. Die presbyterianische Kirchenverfassung ist besonders bei… …   Deutsch Wikipedia

  • Aelteste — Aelteste, bei den Israeliten Vorsteher und Richter einzelner Städte und Stämme, deßwegen auch die Repräsentanten des Volkes bei den Hohenpriestern und den Königen. Nach dem Exil bilden die Aeltesten (nicht gerade an Jahren) mit den… …   Herders Conversations-Lexikon

  • старцы — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. мн. (глаг. πρεσβύτεροι) начальники или начальники синагоги… …   Словарь церковнославянского языка

  • αποκριά — Στην εκκλησιαστική ορολογία, η λέξη α. σημαίνει την τελευταία ημέρα της κρεοφαγίας πριν από την περίοδο της νηστείας. Έτσι στο πλαίσιο της Εκκλησίας, μέρες α. είναι εκείνες που προηγούνται των τεσσάρων μεγάλων νηστειών, δηλαδή της Μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • γεραρός — ά, όν (AM γεραρός, ά, όν) αξιοσέβαστος αρχ. 1. γεραιός* 2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ γεραροί οι πρεσβύτεροι, οι ιερείς 3. (πληθ. θηλ. ως ουσ.) αἱ γεραραί ιέρειες του Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γέραρ, παράλληλος τ. τού γέρας με θέμα σε τ] …   Dictionary of Greek

  • εκκλησία — Η αρχική σημασία της λέξης ήταν συνάθροιση του λαού, σύναξη. Ο χριστιανισμός έδωσε στον όρο ειδική σημασία, ώστε ε. να ονομάζεται πλέον το σύνολο των χριστιανών και κατ’ επέκταση οι χριστιανοί που ανήκουν πολιτικά σε ένα κράτος (π.χ. Ε. της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»