Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πατέρι

См. также в других словарях:

  • πατέρι — πατήρ pitṛs̥u masc dat sg πατήρ pitṛs̥u masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέρ' — πατέρα , πατήρ pitṛs̥u masc acc sg πατέρι , πατήρ pitṛs̥u masc dat sg πατέρι , πατήρ pitṛs̥u masc dat sg πατέρε , πατήρ pitṛs̥u masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»