-
1 πάτρων
πάτρων, ωνος, ὁ, das lat. patronus, Plut. Fab. Maz. 13 u. öfter, wie D Hal. Nach Poll. 3, 19 auch = προπάτορες.
-
2 πατρων
-
3 Πατρών
-
4 Πατρῶν
-
5 Πάτρων
Πάτρωνpatronus: masc nom /voc sg -
6 πατρών
φράτραbrotherhood: fem gen pl (doric)πάτραfatherland: fem gen pl (epic ionic)πάτρηfatherland: fem gen plπατήρpitṛs̥u: masc gen pl (epic) -
7 πατρῶν
φράτραbrotherhood: fem gen pl (doric)πάτραfatherland: fem gen pl (epic ionic)πάτρηfatherland: fem gen plπατήρpitṛs̥u: masc gen pl (epic) -
8 πάτρων
πάτρωνpatronus: masc nom /voc sgπάτρωςfather's brother: masc gen pl (attic epic ionic)πάτρω̆ν, πάτρωςfather's brother: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 πάτρων
-
10 πάτρων
πάτρων, ωνος, ὁ, das lat. patronus -
11 πάτρων
(-ωνος) ο1) хозяин, шеф, патрон; 2) покровитель, защитник -
12 πατρωνεία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρωνεία
-
13 πατρώνης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρώνης
-
14 πατρωνικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρωνικός
-
15 Πατρώνων
Πάτρωνpatronus: masc gen pl -
16 Πάτρωνα
Πάτρωνpatronus: masc acc sg -
17 Πάτρωνας
Πάτρωνpatronus: masc acc pl -
18 Πάτρωνες
Πάτρωνpatronus: masc nom /voc pl -
19 Πάτρωνι
Πάτρωνpatronus: masc dat sg -
20 Πάτρωνος
Πάτρωνpatronus: masc gen sg
См. также в других словарях:
Πάτρων — patronus masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτρων — patronus masc nom/voc sg πάτρως father s brother masc gen pl (attic epic ionic) πάτρω̆ν , πάτρως father s brother masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η … Dictionary of Greek
Πατρῶν — Πάτραι fem gen pl Πατρώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῶν — φράτρα brotherhood fem gen pl (doric) πάτρα fatherland fem gen pl (epic ionic) πάτρη fatherland fem gen pl πατήρ pitṛs̥u masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτρων (-ονας) — Ο προστάτης. Ο όρος καθιερώθηκε στη Ρώμη (patronus) και αναφέρεται στους προστάτες όσων δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Λεγόταν επίσης και για τους προστάτες ενός γένους ή των συμφερόντων επαρχίας ή συμμάχων στη ρωμαϊκή σύγκλητο και τις άλλες… … Dictionary of Greek
Πατρών επαρχεία — Διοικητική διαίρεση (1581 τ. χλμ.) του νομού Αχαΐας. Πρωτεύουσα είναι η Πάτρα … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πατρών — Στις δύο αντικριστές αίθουσες αυτού του μικρού αρχαιολογικού μουσείου στεγάζεται ένα πολύ μικρό μέρος του συνόλου των ευρημάτων από την ευρύτερη περιοχή της Πάτρας. Προτού δείτε τα εκθέματα, ρίξτε μια ματιά στο μεγάλο χάρτη που υπάρχει στην… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Εθνολογικό Πατρών — Το μουσείο στεγάζεται στον έκτο όροφο του Μεγάρου Λόγου και Τέχνης, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, και στο νεοκλασικό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Ιδρύθηκε από την Ιστορική και Εθνολογική… … Dictionary of Greek
Γερμανός, Παλαιών Πατρών — (Γεώργιος Γκόζιας, Δημητσάνα 1771 – Ναύπλιο 1826). Ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην πατρίδα του και στο Άργος, πήγε στη Σμύρνη, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον συμπατριώτη του, μητροπολίτη της… … Dictionary of Greek
Πατρώνων — Πάτρων patronus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)