Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἴμωζε

См. также в других словарях:

  • οἴμωζε — οἰμώζω wail aloud pres imperat act 2nd sg οἰμώζω wail aloud imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴμωζ' — οἴμωζε , οἰμώζω wail aloud pres imperat act 2nd sg οἴμωζε , οἰμώζω wail aloud imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»