-
1 οιμωζω
(fut. οἰμώξομαι - Plut. тж. οἰμώξω, aor. ᾤμωξα)1) горестно кричать, вопить, рыдать(μέγ΄ οἰμώξειε γέρων Πηλεύς Hom.)
οἰμώξεται ὃς ἂν ἐμοὴ προσαγάγῃ τὰς χεῖρας Plut. — горе тому, кто поднимет на меня руку;οἰ. αὐτοῖς λέγε! Luc. — да ну их совсем!;2) оплакивать(ἀδελφόν Eur.)
См. также в других словарях:
οἴμωζε — οἰμώζω wail aloud pres imperat act 2nd sg οἰμώζω wail aloud imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴμωζ' — οἴμωζε , οἰμώζω wail aloud pres imperat act 2nd sg οἴμωζε , οἰμώζω wail aloud imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… … Dictionary of Greek