Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λύτρα

См. также в других словарях:

  • λύτρα — τα τα χρήματα που δίνονται για την απελευθέρωση ομήρων κτλ.: Αφού πήραν τα λύτρα απελευθέρωσαν το παιδί που είχαν απαγάγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λύτρα — η αυτή που λυτρώνει, που ελευθερώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυ τού λύω + κατάλ. τρα (πρβλ. δουλεύ τρα, ράφ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • λύτρα — λύτρον price of release neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВЫКУП ЗА ВОЕННОПЛЕННЫХ —    • Λύτρα.          Выкупные деньги за военнопленных, отличаются от ποινή при кровной мести, обыкновенно назначавшиеся победителем произвольно; при обыкновенных, международных войнах 2 3 мины, позднее 3 5; более знатные лица выкупались за более… …   Реальный словарь классических древностей

  • Λύτρας, Nικηφόρος — (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 1904). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής τέχνης του 19ου αι. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Τιρς, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον προσέλαβε,… …   Dictionary of Greek

  • Ιακωβίδης, Γεώργιος — (Λέσβος 1853 – 1932). Ζωγράφος. Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα αναδείχθηκε από την παιδική του ηλικία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1870 77), όπου διδάχθηκε ζωγραφική από τον Βικέντιο Λάντσα και τον Νικηφόρο… …   Dictionary of Greek

  • λυτρώνω — (AM λυτρῶ, όω) [λύτρα] 1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα 2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τόν λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.) μσν. εξαγοράζω αρχ. 1. (κατά… …   Dictionary of Greek

  • λύτρο — το (AM λύτρον) συν. στον πληθ. τα λύτρα το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για απελευθέρωση αιχμαλώτου («οι απαγωγείς ζήτησαν λύτρα για να τόν ελευθερώσουν») μσν. 1. διάσωση, απελευθέρωση 2. σωτηρία αρχ. 1. ποσό που καταβάλλεται για ανάληψη… …   Dictionary of Greek

  • Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… …   Dictionary of Greek

  • Λύτρας — Επώνυμο οικογένειας καλλιτεχνών, γιων του ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα (βλ. λ.). 1. Λύσανδρος (Αθήνα 1885 – Αλεξάνδρεια 1921). Ηθοποιός. Ασχολήθηκε με το θέατρο μετά την ολοκλήρωση των γυμνασιακών του σπουδών. Πρωτοεμφανίστηκε το 1908 στον θίασο της… …   Dictionary of Greek

  • Μπουζιάνης, Γεώργιος — (Αθήνα 1885 – 1959). Ζωγράφος. Γιος εμπόρου καταγόμενου από την Τρίπολη, γράφτηκε το 1900 ακολουθώντας τις προτροπές του φίλου του ζωγράφου Αργυρού στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου είχε δασκάλους τον Ροιλό, τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Γερανιώτη, τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»