Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σανίδας

См. также в других словарях:

  • σανιδάς — ο, Ν 1. τεχνίτης ειδικός στην κατεργασία ή στην κατασκευή σανίδων 2. πωλητής σανίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σανίδα + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • σανιδάς — ο αυτός που φτιάχνει ή πουλάει σανίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σανίδας — σανίς board fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλωσσίδι — και γλωσσίδιο, το (AM γλωσσίδιον και γλωττίδιον) 1. μικρή γλώσσα 2. οποιαδήποτε προεξοχή σε σχήμα γλώσσας νεοελλ. 1. η επιγλωττίδα τού στόματος 2. η κλειτορίδα 3. διακοσμητικό μοτίβο, κυρίως σε κοφτά κεντήματα 4. το πλήκτρο τής καμπάνας 5. η… …   Dictionary of Greek

  • γυψοσανίδα — η κατασκευή από γύψο, μικρά κομμάτια ξύλου, άχυρου κ.λπ. σε σχήμα σανίδας, που χρησιμοποιείται σε ελαφρές δομικές εργασίες …   Dictionary of Greek

  • επανατίθημι — ἐπανατίθημι (Α) [τίθημι] 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο, επιθέτω («φέρ ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον», Αριστοφ.) 2. ενεργ. αναθέτω ξανά ή απλώς αναθέτω, επιφορτίζω κάποιον και παθ. με την ίδια σημασία 3. μέσ. (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) κληροδοτώ 4.… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφίδα — η [επιγράφω] ξυλουργικό εργαλείο με το οποίο χαράζουν πάνω σε σανίδα ευθείες γραμμές, παράλληλες με τις πλευρές τής σανίδας, η σημαδούρα, ο γράφτης …   Dictionary of Greek

  • θέναρ — το (Α θέναρ, αρος) ανατ. σαρκώδης προεξοχή τής παλάμης που σχηματίζεται από τους μυς τού αντίχειρα στη βάση του, το κοίλο τής παλάμης, η χούφτα αρχ. 1. το πέλμα τού ποδιού 2. φρ. α) «θέναρ βωμοῖο» το κοίλωμα που βρισκόταν πάνω στην επιφάνεια τού… …   Dictionary of Greek

  • κομπιάζω — 1. (για δένδρα) βγάζω κόμπους, μπουμπούκια, μπουμπουκιάζω 2. προσκρούω σε ρόζο σανίδας («κόμπιασε το πριόνι») 3. (σχετικά με φαγητό) έχω δυσκολία στην κατάποση («δώσε μου λίγο νερό, γιατί κόμπιασα») 4. (ειρωνικά για τροφή που δεν αρέσει) στέκομαι …   Dictionary of Greek

  • κοχοκόρανο — το ξυλουργικό εργαλείο με σμίλη το οποίο χρησιμεύει για τη λείανση σανίδας …   Dictionary of Greek

  • μπινί — το μικρή λωρίδα σανίδας, ξύλινη πήχη που προσαρμόζεται στην άκρη τού ενός παραθυροφύλλου και χρησιμεύει για να επικαλύπτει την αρμογή τών δύο φύλλων κατά το κλείσιμό τους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»