-
1 ωνάς
-
2 ὠνάς
-
3 περιστερ(ι)ώνας
ο, περιστερ(ι)ώνα η голубятня -
4 περιστερ(ι)ώνας
ο, περιστερ(ι)ώνα η голубятня -
5 Μαμ(μ)ωνάς
Μαμωνάς κ. Μαμμωνάς οМаммона (Мф. 6; 24; Лк. 16;13) – сирийское слово, означающее богатство или земные блага. «Не можете служить Богу и маммоне» (богатству), сказал Господь, указывая этим на то, что не нужно иметь пристрастия к богатству, так как это пристрастие несовместно со служением БогуЭтим.< μαμώνας < евр. mamon «богатство»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Μαμ(μ)ωνάς
-
6 ὠνή
A buying, purchasing, ὠ. καὶ πρῆσις buying and selling, Hdt.1.153, cf. Hyp.Ath.5, S. Fr. 909, Pl.R. 371d, Sph. 223d;ὠνὴν ποιεῖσθαί τινος D.33.8
, cf. Pl.Lg. 849b;δἰ ὠνῆς Plu.2.753d
;διὰ τὴν ὠ. Luc.Ind.16
;ἐν τῇ τῶν σιτίων ὠ. Pl.Prt. 314a
.II contract for the farming of taxes or other sources of revenue,ὠνὰς πρίασθαι ἐκ τοῦ δημοσίου And.1.73
, cf. 92, Plu.Alc.5; τοὶ πριάμενοι τὰν ὠνὰν σίτου, οἴνου, τετραπόδων, SIG1000.4,5,6 (Cos, i B. C.);τρὶς ἀναπραθείσης τῆς ὠ. IPE12.32A53
(Olbia, iii B. C.); ὠνὰς omnium venditas, of the proceeds of local taxes, Cic.Att.5.16.2.2 in [dialect] Dor. Inscrr. (also in Arg.D.37 (pl.)), deed of sale, contract, , al. (Delph., ii B. C.); ὠνὰν τὰν ἐν τῷ ἱαρῷ ἀναγεγραμμέναν ib.1764 (ibid., ii B. C.);τᾶς ὠ. τὸ ἀντίγραφον IG9(1).331.5
(Chaleion, ii B. C.).III purchase-money, price,εἰς.. τῶν ὅπλων τὴν ὠ. παρέσχε τρισμυρίας δραχμάς Lys.19.43
;ἐπέθηκε τῇ ὠ. τάλαντον Plu.Alc. 5
. -
7 ὠνή
ὠνή, ἡ, 1) das Kaufen, der Kauf; Her. 1, 153; Ggstz πρᾶσις Plat. Rep. VII, 525 c; Soph. 223 d u. sonst; ὠνὴν ποιεῖσϑαί τινος = ὠνεῖσϑαι, Legg. VIII, 849 b, wie Dem. 33, 8; ὅπλων Lys. 19, 43, das Loskaufen. – 2) der Kaufpreis, Werth. – 3) die käufliche, zu pachtende Sache, ὠνὰς ἐκ δημοσίου πρίασϑαι Andoc. 1, 73.
-
8 αναλυω
эп. ἀλλύω1) распускать(ἱστόν Hom., Plut.; med. χαίτην Anth.)
2) раскручивать, разматывать(τὰ βομβύκια Arst.)
3) воен. развертывать(τέν παράταξιν Plut.)
4) развязывать, распутывать(δεσμά Arph.)
5) растапливать, плавить6) освобождать(τινὰ ἐκ δεσμῶν Hom.)
ἀ. ὀφθαλμόν Pind. in tmesi — возвращать зрение, перен. воскрешать7) разлагать, расчленять(τι εἴς τι Plat., Arst., Plut.)
8) исследовать, анализировать(τὰ σχήματα τῶν κατηγοριῶν Arst.)
9) (раз)решать (sc. τὰ γεωμετρικὰ προβλήματα Plut.)10) преимущ. med. заглаживать, искупать(τὰς πρός τινα ἁμαρτίας Dem.)
11) отменять, аннулировать12) приостанавливать, прекращать13) сниматься с якоря, перен. отправляться, уходить(ἐκ τῶν τόπων Polyb.)
εἰς παραχειμασίαν ἀναλῦσαι Polyb. — отправиться на зимние квартиры14) отходить (в вечность), умирать NT.15) возвращатьсяπροσδέχεσθαί τινα, πότε ἀναλύσῃ NT. — поджидать кого-л., пока он не вернется
-
9 Καδμείωνας
Καδμεί̱ωνας, Καδμεῖοςthe Cadmeans: masc /fem acc pl -
10 Κρονίωνας
Κρονί̱ωνας, Κρονίωνson of Cronos: masc acc pl -
11 μυώνας
-
12 μυῶνας
-
13 ταώνας
-
14 ταῶνας
-
15 ἀγών
ᾰγών (ἀγών, -ῶνος, -ῶνι, -ῶνα; -ῶνες, -ώνων, -ῶνας.)a meeting place, gathering ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (τὸ ἀθρόισμα. Σ.) P. 10.30 ἀγῶναΛοξίᾳ καταβάντεὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.60
b athletic contest, gamesμηδ' Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν O. 1.7
τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36
Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79
ἀγῶνές τ' ἔννομοι Βοιωτίων O. 7.84
φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων O. 8.76
οἶον δ' ἐν Μαραθῶνι συλαθεὶς ἀγενείων μένεν ἀγῶνα πρεσβυτέρων ἀμφ ἀργυρίδεσσιν contest against his elders. O. 9.90 ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός the Olympiad. O. 10.24 Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (ὡς καὶ ἐν Αἰγίνᾳ Ἡραιῶν ἀγομένων κατὰ μίμησιν τοῦ ἐν Ἄργει ἀγῶνος. ἄποικοι γὰρ Ἀργείων. Δίδυμος δὲ φησὶ τὰ Ἑκατόμβαια αὐτὸν νῦν λέγειν ἐπιχώριον ἀγῶνα Αἰγινητῶν διὰ τὴν συγγένειαν. Σ.) P. 8.79 ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (coni. Hartung: βαθυλείμωνα ἀγὼν ὑπὸ Κίρρας πέτραν codd.) P. 10.16ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12
Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.47
ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσόων μνστῆρ' ἀγώνων P. 12.24
ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίαις δέδεκται πρῶτον N. 2.4
ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (i. e. in the Nemean festival. ἀγῶνι with τὰ οἴκοι. Σ.) N. 2.24 Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών (τοῦ Νεμεαίου ἀγῶνος ἔφορος ὁ Ζεύς. Σ.) N. 3.65 Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα (λέγει δὲ τοῦ Νεμεακοῦ, Κλεωναῖοι γὰρ αὐτὸν διέθηκαν. Σ.) N. 4.17 Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου i. e. at Isthmian games. N. 4.87πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59
ἀγών τοι χάλκεος δᾶμον ὀτρύνει ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν i. e. the Hekatombaia at Argos in honour of Hera, where the prize was a bronze shield. N. 10.22 ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν (sc. Διόσκουροι.) N. 10.52 ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων (i. e. individual contests.) I. 1.18 ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν the Alkathoia at Megara I. 8.67 τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228. οὐκ ἄναλκις ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι (“potius ad O. 1.81 referendum”, Snell) ?fr. 342.c place of contestἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
ἔστασεν γὰρ ἅπαντα χορὸν ἐν τέρμασιν αὐτίκ' ἀγῶνος P. 9.114
-
16 καταγράφω
A scratch, lacerate, Hdt.3.108 (v.l. καταγνάφω), Ael.VH10.3; ἰὸς δένδρεα κ. marks them, Nonn.D.21.329; κατέγραφεν ἠέρα ταρσῷ grazed it, ib.4.407, cf. Tryph.669:—[voice] Pass.,καταγεγράφθαι ταῖς ῥυτίσι EM239.31
.2 engrave, inscribe,εἰς τοὺς τοίχους στίχον Plb.5.9.4
:—[voice] Pass., νόμοι κατεγράφησαν (for [dialect] Att. ἀνεγρ-)εἰς ἄξονας Plu.Sol.25
.3 draw in outline, delineate, Paus.1.28.2.4 describe, Ptol.Geog.1.2.2, D.P. 707, Aret.CA1.5 ([voice] Pass.): in Geom., ἑξάγωνον κ. Simp.in Cael.653.7.2 register, record, ; (iii B.C.);κατεγράφησαν ἄνδρες οὓς ἔδει θνῄσκειν Plu. Cic.46
; esp. enroll,ναύτας Plb.1.49.2
;δυνάμεις D.S.11.1
;τινὰς εἰς φυλὰς καὶ φρατρίας D.H.2.35
:—[voice] Pass., τμηθέντων τῶν ὁρκίων.. καὶ καταγραφέντων,.. τοὺς ὁμήρους.. τοὺς.. καταγραφέντας, Plb.29.3.6;σύγκλητος ὑπὸ τῶν τιμητῶν καταγραφεῖσα D.S.20.36
; .b prescribe, ordain, c. acc. et inf., Luc.Am.19.4 convey, transfer by deed, Plu.2.482c;οἰκίαν εἴς τινα PPetr.2p.70
(iii B.C.), cf. BGU50.8 ([voice] Pass., ii A.D.), POxy. 1703 (iii A.D.), etc. (also in [voice] Med. of the purchaser, have conveyed to one, Annuario 4/5.469 (Halic.):—[voice] Pass., ὁ καταγραφείς the person to whom property is conveyed, POxy.472.19 (ii A. D.)): generally, assign,ἑαυτῷ λύτρα Ael.Fr.71
: c. inf., reckon that.., Id.NA7.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγράφω
-
17 Μορμώ
A she-monster, bogey, dub. in Erinn. in PSI9.1090.51 + 11 (p. xii); used by nurses to frighten children, Luc.Philops.2: generally, bugbear,ἀπένεγκέ μου τὴν μορμόνα Ar.Ach. 582
; (both times of Lamachus' helmet and crest); φοβεῖσθαι τοὺς πελταστάς, ὥσπερ μορμόνας (- ῶνας codd.)παιδάρια X.HG4.4.17
.II as an exclamation to frighten children with, boh!,μορμώ, δάκνει ἵππος Theoc.15.40
; μορμὼ τοῦ θράσους a fig for his courage!, Ar.Eq. 693. (Perh. cogn. with Lat. formido, where f is due to dissimilation, cf. μορφή, μύρμηξ.) -
18 νομώνης
A official who leases public pasture, IG7.3171.43 (Orchom. [dialect] Boeot.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νομώνης
-
19 πρηγορεών
A crop of birds, Ar.Eq. 374 (metaph. of Cleon), Av. 1113 (πρηγορῶνα, -ῶνας cj. Bentley); from πρό, ἀγείρω, because birds collect their food there before it passes into the second stomach, Hsch., Poll.2.204, EM688.33, Suid., Apollonius ap.Zonar.: written [full] προηγορεών, EMl.c., cf. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρηγορεών
-
20 πωλέω
Aπωλέεσκε Hdt.1.196
: [tense] fut. , X. Cyr.6.2.38; [dialect] Dor. [ per.] 3pl.πωλησεῦντι IG12(1).3.2
(Rhodes, i A.D.): [tense] aor.ἐπώλησα Plu.Phil.16
:—[voice] Pass., [tense] fut. in med. formπωλήσεται Eub.74.1
: 2 [tense] fut.πεπωλήσεται Aen.Tact.10.19
: [tense] aor. , prob. in IG12.60.10:— sell or offer for sale, opp. ὠνεῖσθαι, Hdt.1.165, 196, etc.; opp. ἀποδίδοσθαι (of the actual sale), X.Smp.8.21, cf. Mem. 2.5.5 ([voice] Pass.); μετ' ἀβακίου καὶ τραπεζίου π. ἑαυτόν sell oneself across the counter, Lys.Fr.50: c. gen. pretii, ἐπώλεε ἐς Σάρδις χρημάτων μεγάλων sold at a high price for exportation to Sardis, Hdt.8.105, cf. Ar. l.c.; πωλέω οὐδενὸς χρήματος refuse to sell it at any price, Hdt.3.139; ;τῶν πόνων π. ἁμῖν πάντα τἀγάθ' οἱ θεοί Epich.287
;ἀργυρίου π. τι X.Mem. 1.6.13
, etc.; τὰ σφῶν αὐτῶν μικροῦ λήμματος π. D.11.18; ἔρωμαι ὁπόσου πωλεῖ; ask what he wants for it, X.Mem.1.2.36;π. δὶς πρὸς ἀργύριον Thphr.HP9.6.4
([voice] Pass.);τὴν Ἀσίην πωλῶ πρὸς μύρα AP 11.3
;π. τινί τι Stratt.13.1
, cf. X.Hier.1.13 ([voice] Pass.);τι πρός τινας Hdt.9.80
, Pl.Lg. 741b;ὑπὸ κήρυκος π. τὰ κοινά D.51.22
: abs., carry on business, trade,ἐν τῇ πόλει OGI629.83
(Palmyra, ii A.D.); π. πρός τινα deal with one, Ar.Ach. 722; π. πάλιν retail, Pl.Plt. 260d:— [voice] Pass., to be sold or offered for sale,εἰν ἀγορῇ πωλεύμενα Hom.Epigr. 14.5
, cf. Berl.Sitzb.1927.160 ([place name] Cyrene), Hdt.8.105; of a person, to be sold up, POxy.1477.3 (iii/iv A.D.).3 sell, i.e. give up, betray,τὰς γραφάς D. 58.35
;τὰ τῆς πόλεως Id.19.141
;τὰ οἴκοι Id.7.17
:—[voice] Pass., of persons, to be bought and sold, betrayed, Ar. Pax 633.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὠνάς — ὠνά̱ς , ὠνή buying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλών (-ώνας) — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα η εξωτερική είσοδος, η κύρια πύλη ανακτόρων ή ναών. Πολλές φορές, ο π. ήταν χωρισμένος από την κύρια οικοδομή και σχημάτιζε ένα είδος προπυλαίων ή εξωτερικής πύλης. Π., στον πληθυντικό, ονομάζονταν οι δυο… … Dictionary of Greek
κεδρώνας — ο δάσος από κέδρα, έκταση κατάφυτη με κέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ώνας (< αρχ. κατάλ. ών), πρβλ. αμπελ ώνας, ελαι ώνας] … Dictionary of Greek
κρινώνας — ο τόπος κατάφυτος με κρίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνο + περιληπτ. κατάλ. ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, ελαι ώνας)] … Dictionary of Greek
κρυψώνας — και κρυψιώνας, ο, και κρυψώνα και κρυψιώνα, η τόπος όπου κρύβεται ή μπορεί να κρυφτεί κάποιος, κρύπτη, κρησφύγετο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. κρύψ ις, ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω) + κατάλ. ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, στρατ ώνας). Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
μορεώνας — ο τόπος με πολλές μουριές, φυτεία από μουριές, μορεοφυτεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορέα + κατάλ. ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, μελισσ ώνας)] … Dictionary of Greek
ξενώνας — ο (ΑΜ ξενών, ῶνος, Α και ξενεών) ειδικό κτήριο ή κατάλυμα σε μοναστήρι ή δωμάτιο σπιτιού για διαμονή και διανυκτέρευση ξένων μσν. πτωχοκομείο ή νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. ών / ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, περιστερ ώνας)] … Dictionary of Greek
Liste Des Prénoms Grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Liste des prenoms grecs — Liste des prénoms grecs Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération … Wikipédia en Français
κρυσταλλώνας — ο μεγάλη έκταση πάγου στις κοιλάδες υψηλών ορέων, παγετώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλο + περιληπτική κατάλ. ών(ας), πρβλ. αμπελ ώνας, στρατ ώνας. Η λ., στον λόγιο τ. κρυσταλλών, μαρτυρείται από το 1845 στον Κωνστ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek