Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κακοῦ

См. также в других словарях:

  • κάκου — επίρρ. (μόνο στη φρ.) «τού κάκου» μάταια, ανώφελα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τού κακού, γεν. τού επιθ. κακός, με αναβιβασμό τόνου] …   Dictionary of Greek

  • κακοῦ — κακός bad masc/neut gen sg κακόω maltreat pres imperat mp 2nd sg κακόω maltreat imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάκου — κακόω maltreat pres imperat act 2nd sg κακόω maltreat imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κακοῦ καταλαύσομα ἀρχήν. — См. Смолоду прореха, под старость дыра …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. — δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ αἰεί. См. Беда одна не приходит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • КАКУРГИ —    • Κακου̃ργοι,          злодеи, употребляющие в дело хитрость и насилие, в техническом смысле обыкновенные преступники. Сюда относятся воры (κλέπται), воры, совершающие кражу со взломом (τοιχωρύχοι), снимающие насильно платье (λωποδύται),… …   Реальный словарь классических древностей

  • Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …   Deutsch Wikipedia

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • ζωροαστρισμός — Αρχαία περσική θρησκεία που ίδρυσε ο Ζωροάστρης (βλ. λ.). Οι διδασκαλίες του ζ. εξελίχθηκαν εντυπωσιακά με την πάροδο του χρόνου. Η αρχαιότερη φάση αντιπροσωπεύεται από τις διδασκαλίες των Γκάθα. Μετά την αρχική διαρχία, η οποία ήταν άλλωστε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»