-
1 τέτρυμαι
τέτρῡμαι, τρύωErster Bericht: perf ind mp 1st sg -
2 τρύω
τρύω, bes. gebräuchlich im perf. pass. τέτρῡμαι, τετρυμένος, τετρῦσϑαι, u. in diesem tempus τρύχω ergänzend, ab-, aufreiben, verzehren, erschöpfen, Jemandes Vermögen und Kräfte allmälig zu Grunde richten und erschöpfen, u. übh. belästigen, quälen; ἀεὶ δὲ τοῦ παρόντος ἀχϑηδὼν κακοῦ τρύσει σε, Aesch. Prom. 27; τετρυμένοι ταλαιπωρίῃσιν, Her. 6, 12; τετρῦσϑαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ, 1, 22, wie λεὼς τετρυμένος ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ 2, 129; πόνοις τετρυμένα γεωργικοῖς σώματα, Plat. Legg. VI, 761 d; u. oft in der Anth.: βοῦς τετρυμένος αὔλακι καὶ γήρᾳ, Add. 3 (VI, 228); Antiphil. 39 (IX, 549); τετρυμένα γυῖα ἀνάπαυσον, Anyte 7 ( Plan. 228); τετρυμένα γούνατ' ἔκαμψε, Ap. Rh. 1, 1174; πράγματα τετρυμένα, Pol. 1, 62, 7, u. Sp. – [Da υ immer lang ist, so ist die Schreibung τέτρυμμαι, τετρυμμένος falsch; sie findet sich aber oft, in Folge einer Verwechselung mit τετριμμένος.]
-
3 τρυω
(fut. τρύσω с ῡ; pf. pass. τέτρῡμαι) мучить, томить, изнурять(τινά Aesch.)
τετρυμένος ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Her. — доведенный до крайне бедственного положения;τετρυμένος ὕπνῳ Anth. — охваченный сном -
4 τείρω
τείρω, [tense] impf. ἔτειρον, found only in [tense] pres. and [tense] impf. [voice] Act. and [voice] Pass., and in [dialect] Aeol. [tense] pf. inf. [voice] Pass. τέτορθαι Hdn.Gr.2.69:—of the effects of pain, sorrow, etc., on body and mind,A oppress, distress, weaken, τείρουσι (sc. ἡμᾶς or σε)μαρνάμενοι Il.6.255
, cf. 8.102, 24.489;ἀλλά σε γῆρας τείρει 4.315
;βέλεος δέ σε τείρει ἀκωκή 13.251
;τεῖρε γὰρ αὐτὸν ἕλκος 16.510
; , cf. Od.1.342;ἱδρὼς γάρ μιν ἔτειρεν Il.5.796
;τεῖρε γὰρ αἰνῶς φωκάων.. ὀδμή Od.4.441
;μιν ἔτειρεν ἔρος Hes.Fr. 105
;νιν ἔρως ἔτειρεν Telest.1.6
;κακαὶ τ. μέριμναι Mimn.1.7
;ἐπεί με.. τύχαι τείρουσ' Ἄτλαντος A.Pr. 350
; ὀδύνη με τ. E.Rh. 799:—[voice] Pass.,τείροντο δὲ νηλέϊ χαλκῷ Il.17.376
; καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ ib. 745; ; τείρετο δ' αἰνῶς she was sore distressed, 5.352; τειρόμενοι, by war, 11.801, cf. 6.387, al.;ἕλκει -όμενον Pi.P.1.52
; ἄχθεσι τ. Tyrt.6; ἐν.. κακῷ τείρει ([ per.] 2sg. [voice] Pass.)ψυχὴν ἐξαπατηθείς Ar.Lys. 960
;Ἑρμιόνας δούλαν· ἇς ὕπο τειρομένα.. τάκομαι E.Andr. 114
(lyr.).--Poet. word, used by Gal.14.632, Ael.NA14.11. (The other tenses are supplied by τέτρυμαι etc. from τρύω (not found before Call. in [tense] pres. or [tense] impf.), which may be cogn.) -
5 τρύω
τρύω [ῡ], Keil-PremersteinA Erster Berichtp.9 ([place name] Troketta), cj. in Orph.Fr.270.5: [tense] fut. τρύσω [ῡ] A.Pr.27:—used mostly in [tense] pf. [voice] Pass. τέτρῡμαι (v. infr.), other tenses being borrowed from τείρω and perh. τρύχω, τρυχόω: but [tense] aor. [voice] Med.κατα-τρύσαιο Nic.Al. 593
: [tense] pres. [voice] Pass.τρύομαι Call.Fr.5.4P.
, IGRom.4.360.21 (Pergam., ii A. D.): cf. ἀποτρύω:—wear out, distress, l. c.:—[voice] Pass., to be worn out,τέτρυσαι Simon.144
;τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ Hdt.1.22
, cf. 2.129;δάκρυσιν τετρύμεθα AP9.549
(Antiphil.): mostly in part. τετρυμένος (freq. with v.l. τετριμμένος), τετρ. ταλαιπωρίῃσί τε καὶ ἡλίῳ Hdt.6.12
;πόνοις τετρυμένα σώματα Pl.Lg. 761d
;γήρᾳ AP6.228
([place name] Adaeus); γήραϊ καὶ πενίῃ ib.7.336;τετρ... εὗδεν Ἔρως AP9.627
(Marian.);ἐκ πορείας Plu.Eum.15
; , cf. 1.71.3;ὑπὸ τῆς κακοπαθείας Id.10.13.11
; τετρυμένη κλίνη, = τρυφερῶς ἐστρωμένη, Sor. 1.68 (s. v.l.). (τρῡ-, found also in ἄ-τρῡ-τος, τρύ-χ-ω, τρῦχος, is the weak grade of τερῠ-, found in τερύσκεται, τέρυ (qq.v.); cf. also τείρω, ἀ-τερά-μων.)
См. также в других словарях:
τέτρυμαι — τέτρῡμαι , τρύω Erster Bericht perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη … Dictionary of Greek