Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐσϑλός

См. также в других словарях:

  • εσθλός — ἐσθλός, ή, όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, ά, όν και αιολ. ἔσλος (Α) 1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του) 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός 3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», Σοφ.) 4. (για άλογα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ἐσθλός — good masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθλά — ἐσθλός good neut nom/voc/acc pl ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc/acc dual ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσλά — ἐσθλός good neut nom/voc/acc pl (doric) ἐσλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc/acc dual (doric) ἐσλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθλῶν — ἐσθλός good fem gen pl ἐσθλός good masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθλόν — ἐσθλός good masc acc sg ἐσθλός good neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσλῶν — ἐσθλός good fem gen pl (doric) ἐσθλός good masc/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσλόν — ἐσθλός good masc acc sg (doric) ἐσθλός good neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθλαῖς — ἐσθλός good fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθλαῖσι — ἐσθλός good fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθλαί — ἐσθλός good fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»