-
1 ειας
-
2 είας
εἴᾱς, ἐάωsuffer: imperf ind act 2nd sg (epic)εἴᾱς, ἐάωsuffer: imperf ind act 2nd sgεἴᾱς, ἐάωsuffer: imperf ind act 2nd sg (epic) -
3 εἴας
εἴᾱς, ἐάωsuffer: imperf ind act 2nd sg (epic)εἴᾱς, ἐάωsuffer: imperf ind act 2nd sgεἴᾱς, ἐάωsuffer: imperf ind act 2nd sg (epic) -
4 είας
εἴᾱς, ἐάωsuffer: imperf ind act 2nd sg (epic)εἴᾱς, ἐάωsuffer: imperf ind act 2nd sg -
5 ἁδύς
ᾱδύς (ἁδεῖα, -είας, -εῖαν; -είας, -εῖαι: ἁδύ acc.: superl. ἁδίσταν.) γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον (sc. ὕπνον.) P. 1.81εἴπερ τι φιλεῖς ἀκοὰν ἁδεῖαν αἰεὶ κλύειν P. 1.90
ἁδείας ἐνίπτων ἐλπίδας P. 4.201
” ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” P. 9.41 ἁδεῖαί γε μὲν ἀμβολάδαν ἐν τελεταῖς δὶς Ἀθαναίων μιν ὀμφαὶ κώμασαν ( ἁδείᾳ ἐν τελετᾷ Σγρ.) N. 10.33ἁδεῖα δ' ἔνδον μιν ἔκνιξεν χάρις I. 6.50
ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν I. 2.5
-
6 ἐάω
ἐάω, [var] contr. [full] ἐῶ Il.8.428, etc.; [dialect] Ep. [full] εἰῶ 4.55; [dialect] Ep.2 and [ per.] 3sg. ἐάᾳς, ἐάᾳ, Od.12.137, Il.8.414; inf.Aἐάαν Od.8.509
: [tense] impf. εἴων, as, a, Il.18.448, Od.19.25, Th.1.28, etc.; [dialect] Ion. and [dialect] Ep.ἔων Hdt.9.2
,ἔα Il.5.517
, 16.731; also ἔασκον or εἴασκον, 2.832, 5.802, etc.: [tense] fut. ἐάσω [ᾱ] 18.296, etc.: [tense] aor. εἴᾱσα ( εἴᾰσεν is v.l. for εἴᾱς ' in 10.299) 24.684, etc.; [dialect] Ep.ἔᾱσα 11.437
: [tense] pf.εἴᾱκα D.8.37
, 43.78, Cerc.17.35:—[voice] Pass., [tense] fut. ἐάσομαι in pass. sense, E.IA 331, Th.1.142: [tense] aor.εἰάθην Isoc.4.97
: [tense] pf. [voice] Pass.εἴᾱμαι D.45.22
.—Hdt. never uses the augm. in this Verb. [[pron. full] ᾰ in [tense] pres. and [tense] impf., [pron. full] ᾱ in [tense] fut. and [tense] aor. even in [dialect] Ion. (so prob. in Anacr.56,57; forms with - ασς- occur as vv.ll. in Hom. and Parm. 8.7). Synizesis occurs in [ per.] 3sg.ἐᾷ Il.5.256
, in 1 subj.ἐῶμεν 10.344
, and prob. inἐάσουσιν Od.21.233
; also in Trag., in imper.ἔα S.OT 1451
, Ant.95, Ar.Nu. 932; ind.ἐῶ Id.Lys. 734
: Hsch. has the form ἦσεν· εἴασεν, cf. ἦσαι· παῦσαι]:—suffer, permit, c. acc. pers. et inf., τούσδε δ' ἔα φθινύθειν leave them alone to perish, Il.2.346;αἴ κεν ἐᾷ με.. ζώειν Od.13.359
, etc.;ἐᾶν οἰκεῖν Th.3.48
, cf. IG12.1; ἐ. τοὺς Ἕλληνας αὐτονόμους ib.2.17.9;ἐᾶν ἄκλαυτον, ἄταφον S.Ant.29
, cf. Tr. 1083;ἐᾶν τί τινι Plu.2.233d
:—so in [voice] Pass., Κρέοντί γε θρόνους ἐᾶσθαι should be given up, S.OC 368.2 with neg., οὐκ ἐᾶν not to suffer: hence, forbid, prevent,τρεῖν μ' οὐκ ἐᾷ Παλλὰς Ἀθήνη Il.5.256
; ; esp. of the law, Aeschin.3.21;δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν Od.19.25
, etc.: used elliptically with ἀλλά following,οὐκ ἐῶν φεύγειν, ἀλλὰ [κελεύων] μένοντας ἐπικρατέειν Hdt.7.104
, cf.Th.2.21; also, persuade or advise not to do.., Id.1.133: an inf. may freq. be supplied, οὐκ ἐάσει σε τοῦτο will not allow thee [to do] this, S.Ant. 538; κἂν μηδεὶς ἐᾷ even if all men forbid, Id.Aj. 1184, cf. Ph. 444:—so in [voice] Pass., οὐκ ἐᾶσθαι, c. inf., to be hindered, E. IT 1344, Th.1.142, D.2.16.II let alone, let be, c. acc.,ἔα χόλον Il.9.260
; μνηστήρων μὲν ἔα βουλήν heed not the suitors' plan, Od. 2.281; ἐπεί με πρῶτον ἐάσας as soon as thou hast dismissed me, Il. 24.557, cf. 569, 684; ἤ κέν μιν ἐρύσσεαι, ἦ κεν ἐάσῃς or wilt leave him alone, 20.311, cf. Hdt.6.108, etc.;ἐάσωμεν ἕκηλον αὐτόν S.Ph. 825
; [πρᾶγμα] ἀκάθαρτον ἐᾶν Id.OT 256
;τὰ παθήματα.. παρεῖσ' ἐάσω Id.OC 363
, cf. Th.2.36;ἐᾶν φιλοσοφίαν Pl.Grg. 484c
: c. inf., ἐπὶ Σκύθας ἰέναι.. ἔασον let it alone, Hdt.3.134; κλέψαι μὲν ἐάσομεν Ἕκτορα we will have done with stealing Hector, Il.24.71;ἐᾶν περί τινος Pl.Prt. 347c
, etc.;ἐῶ γὰρ εἰ φίλον D.21.122
: abs., ἀλλ' ἄγε δὴ καὶ ἔασον have done, let be, Il.21.221, cf. A.Pr. 334;οὐ χρὴ μάχεσθαι πρὸς τὸ θεῖον, ἀλλ' ἐᾶν E.Fr.491.5
; θεὸς τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' ἐάσει he will give one thing, the other he will let alone, Od.14.444:—[voice] Pass.,ἡ δ' οὖν ἐάσθω S.Tr. 329
, etc.2 for ἐᾶν χαίρειν, v. χαίρω sub fin. ( ἐϝάω, cf. ἔβασον· ἔασον, and εὔα· ἔα, Hsch. who also has ἔησον· ἔασον.) -
7 Έρμῆς
Έρμῆς, -οῦGrammatical information: m.Meaning: Hermes, son of Zeus and Maia; also `Hermes-pillar, -head' (Il.)Other forms: Έρμείας, - έας, Έρμείης (Call.), Έρμᾶς (Dor. Boeot.), Έρμάων (Hes.), Έρμάν, - ᾶνος (Lac. Arc.), Έρμάου, - άο, -ᾶ (Thess. dat.), Έρμαον (Cret. acc.).Dialectal forms: Myc. E-ma-a₂ (dat.)Compounds: As 1. member z. B. in ἑρμο-γλυφεῖον (Pl.) with retrograde ἑρμογλυ-φεύς, - ικός, - ος (Luc. a. o.), s. γλύφω.Derivatives: Hypocoristic dimin. Έρμίδιον (Ar.), - άδιον (Luc.; also `small Hermespillar' [Lydia]), after the nouns in - ίδιον, - άδιον. `Ερμαῖος `belonging to H., of H.', also as name of a month (A., S.; prob. also Ερμαῖος λόφος π 471, if not from 1. ἕρμα; s. below); ntr. Ε῝ρμαιον `Hermestemple' (Ephesos.; on the accent Hdn. Gr. 1, 369), pl. Ε῝ρμαια ( ἱερά) `H.-feast' (Att.); as appellative ἕρμαιον n. "Hermes-gift", i. e. `chance-find, unexpected advanrage' (Pl., S.); also plant-name (Stromberg Pflanzennamen 129); f. Έρμαΐς (Hp.); Έρμαιών name of a month (Halicarn., Keos); Έρμαϊσταί pl. name of the H.-adorers, Mercuriales (Rhodos, Kos, Delos), cf. e. g. Άπολλωνιασταί and Chantraine Formation 317; Έρμαϊκός (late). Έρμεῖα pl. meaning uncertain (Str. 8, 3, 12).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Έρμῆς \< Έρμέας \< Έρμείας (Aeol.; cf. Αἰνείας a. o.; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 20; after Solmsen Wortforsch. 240 n. 1, Schwyzer 562 however - είας \< - έας as metr. lengthening) and Έρμάν from Έρμάων for *Έρμά̄Ϝων (like ΠοσειδάϜων a. o.) represent two diff. types of name. The latter is rejected by Myc. emaa₂, \/Hermāhās\/. - The derivation from K. O. Müller, accepted a. o. by von Wilamowitz ( Glaube 1, 159 and 285) and Nilsson (Gr. Rel. 1, 503f.), proposing connection with 1. ἕρμα, is linguistically (Schwyzer 562 n. 1) possible; both Έρμ-είας and Έρμ-ά(Ϝ)ων seem to be normal types of name that can be combined with ἕρμα. In this view Έρμῆς would have been named after "the pillar which represents him" (Wil.) or simply "he of the heaps of stone" (Nilsson). But ἕρμα does not mean pillar nor does not mean `heap of stones' (therefore ἕρμαξ, ἑρμεών); also ἑρμαῖος λόφος π 471 can indicate only the heap of ἕρματα. - The resemblance with ἑρμηνεύς induced Boßhardt Die Nomina auf - ευς 36f. (with doubtful linguistic analysis) to consider Έρμῆς, "the companion of gods and men", as the the primeval interpreter projected under the gods"; the appellative Έρμῆς would itself be Pre-Greek; thus also Schwyzer 62, Chantraine Formation 125. - The Myc. form shows that it is an unanalysable Pre-Greek name. See Ruijgh, REG (1967) 12.Page in Frisk: 1,563-564Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Έρμῆς
-
8 προ-βλώσκω
προ-βλώσκω (s. βλώσκω), hervorgehen, herausgehen; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, Od. 19, 25; ϑύραζε, 21, 239. 385; προμολοῦσα, Il. 18, 382; πρόμολ' ὧδε, 392, u. öfter.
-
9 ἀλάθεια
1 truthaτελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69
Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας O. 8.2
ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος O. 10.54
εἰ δὲ νόῳ τις ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές.) N. 5.17εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν N. 7.25
φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; ἄγχιστα βαῖνον, χρήματα χρήματ ἀνήρ” ( ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) I. 2.10b pro pers.θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.4
ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. -
10 βαθύς
1 lit., deepἐς βαθεῖαν πόντου πλάκα P. 1.24
βαθὺν πόντον περάσαις P. 3.76
ἁλὸς βαθεῖαν κέλευθον ἀνοίγων ( βαθείας Bergk e Σ.) P. 5.88ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36
“ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
2 met.a profoundβαθεῖαν ὑπέχων μέριμναν ἀγροτέραν O. 2.54
ἦν δὲ κλέος βαθύ pr. O. 7.52ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.8
βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας O. 10.37
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν P. 4.207
ὅ τι κε σὺν Χαρίτων τύχᾳ γλῶσσα φρενὸς ἐξέλοι βαθείας i. e. from the depths of his soul N. 4.8b richτοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν O. 13.62
ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20.3 n. sing., pro adv. ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας (codd.: βαθὺν Bergk: βυθοῖ Wil.: in the depths) P. 2.794 frag. β]αθὺν δὲ δινῃ[ (supp. Lobel) fr. 51f.c -
11 γλυκύς
γλῠκύς (-ύς, -ύν; -εῖα, -είας, -εῖαν, -εῖα, -εῖαι; -ύ nom., acc.; - έα nom.: γλυκυτέραν: γλυκυτάτᾳ, -αις)1 sweeta of persons.γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.57
cf. O. 6.91 —b of things.ψεῦδος γλυκὺ μεθέπων P. 2.37
καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν μεῖξαι P. 4.223
γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24
ἀνάπαυσις ἐν παντᾰ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
Ἄπολλον, γλυκὺ δἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος P. 10.10
γλυκὺν νόστον ἐρεισάμενοι N. 9.22
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
γλυκὺ δὲ πόλεμος ἀπείροσιν pr. fr. 110. δείπνου δὲ λήγοντος γλυκὺ τρωγάλιον pr. fr. 124c. esp., sweet in sound ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν (sc. ᾠδήν) O. 1.109ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν O. 4.5
ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον γλυκὺν O. 5.1
ἐσσὶ γὰρ ἄγγελος ὀρθός, γλυκὺς κρατὴρ ἀγαφθέγκτων ἀοιδᾶν O. 6.91
γλυκὺν καρπὸν φρενός O. 7.8
λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται O. 7.77
πτερόεντα δἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ' ὀιστόν O. 9.11
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς ταὐλὸς O. 10.94
γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν N. 3.32
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδαὐτίκα, φόρμιγξ N. 4.44
γλυκεἶ ἀοιδά N. 5.2
ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48
ἀλλἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
ἐγκιρνάτω τίς μιν, γλυκὺν κώμου προφάταν N. 9.50
οὐδ' ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.7
παυσάμενοι δἀπράκτων κακῶν γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
παρθένοι χαλκέᾳ κελαδέοντι γλυκὺν αὐδᾷ [τρόπ]ον Pae. 2.101
μέλιτος ἄωτον γλυκὺν[ (sc. καταλείβειν, simm. Wil.)Πα... ]γλυκὺν κατ' αὐλὸν Pae. 7.11
γλυκείας ὀπὸς ἀγασθέντες (sc. τῶν Κηληδόνων) Pae. 8.75c of thoughts, feelings.χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν O. 1.19
νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33
γλυκείας Ἀφροδίτας O. 6.35
αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν τερπνῶν γλυκεῖαν O. 13.115
σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα γίνεται πάντα βροτοῖς (codd.: γλυκἔ ἄνεται Kayser) O. 14.6γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον P. 4.184
γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν pr. P. 6.52τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
γλυκεῖα Ἐλπίς fr. 214. 1. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος fr. 217. pro subs., τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά prosperity I. 7.48d fragg. ]μον γλυκεἰ[ Pae. 22.3
]πειρατο γλυκυ[ Πα. 22g. 5. γ]λυκὺν υ[ (supp. Lobel) Θρ. 4b. 4. -
12 εὐρύς
εὐρύς (εὐρύν; -είας, -εῖαν; -ύ acc.)1 broad, spacious “ κείναν εὐρεῖαν ἄπειρον” P. 4.48 ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν” N. 1.42 χθονὸς εὐρείας ἀκίνητον τέρας fr. 33c. 3.ἀγῶνα Λοξίᾳ καταβάντ' εὐρὺν ἐν θεῶν ξενίᾳ Pae. 6.60
Πέργαμον εὐρὺ[ν] (supp. Schr.)Πα... γᾶς παρ' ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120
met., generous, τρέφοντι δ' εὐρὺ κλέος κόραι Πιερίδες Διός pr. O. 10.95 n. acc. s. pro adv., broadly,Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ O. 13.24
-
13 Μήδεια
Μήδεια (-είας, -ειαν.) daughter of Aietes, king of Kolchis, carried off by Jason, and revered esp. at Korinth.1οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ, Σίσυφον μὲν καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι, Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.9
ἧ ῥα Μηδείαςἐπέων στίχες P. 4.57
ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ (sc. Ἀφροδίτα) P. 4.218κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ, τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250
τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον ἐκτελέσαις εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις (sc. Πηλεύς) fr. 172. 7. -
14 ταχύς
1 quickἀπὸ γὰρ κόρος ἀμβλύνει αἰανὴς ταχείας ἐλπίδας P. 1.83
ταχέες ἔβαν P. 4.179
εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος P. 4.202
ταχὺ[ς (supp. Snell) Πα. 8A. 7.γνώμας δὲ ταχείας συν[ Pae. 14.39
superl.,ἐπὶ ταχυτάτων ἁρμάτων O. 1.77
adv.,εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι O. 1.108
ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε P. 10.51
ταχὺ δὲ Καδμείων ἀγοὶ ἔδραμον N. 1.51
ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατό μιν O. 13.79
παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234. 2. frag. ]ως ὁ ταχι[στ (supp. Snell) ?fr. 337. 6. adv.,ταχέως, κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος O. 5.13
ταχέως δ' Ἄδματος ἷκεν P. 4.126
ταχέως δ' ἐπ ἀδελφεοῦ βίαν πάλιν χώρησεν N. 10.73
ταχέως δ' ἀράβη[σε] διαλεύκων ὀστέ[ων] δοῦπος ἐ[ρ]εικομένων fr. 169. 23. -
15 ὠκύς
1 swift, eagerπολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας O. 2.83
Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ' ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις P. 1.6
“ ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκας” P. 4.139 ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις pr. P. 9.67 ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεντεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον P. 9.114
τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες N. 1.42
ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. ] ωκεια[ P. Oxy. 2442, fr. 104. adv.,ὠκέως, ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν ὠκέως P. 3.58
καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως Παρθ. 2. 6. -
16 εὐάφεια
A softness to the touch, Heraclid.Cum.5; -είας χάριν Heliod.
ap. Orib.49.8.3, cf. Antyll.ib.45.2.1, Gal.12.844.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐάφεια
-
17 εὐήθεια
A goodness of heart, guilelessness, generally in ironical sense, πάνυ γενναίαν εὐ. Pl.R. 348c, cf. D. 24.52, Com.Adesp.773; δἰ εὐηθίην by his good nature, Hdt.3.139.2 in bad sense, simplicity, silliness,ἐς τοσοῦτο εὐηθίης ἀνήκει τοῦτο Id.7.16
.γ, cf. 1.60;κουφόνους εὐηθία A.Pr. 385
;ἀνωφελὴς εὐηθίᾳ.. γυνή E.Hipp. 639
;πολλῆς -είας, ὅστις οἴεται Th.3.45
; -ειάν τινος καταγιγνώσκειν Lys. 26.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐήθεια
-
18 εὐπρέπεια
εὐπρέπ-εια, ἡ,A goodly appearance, comeliness,εὐπρεπείᾳ προέχειν Th.6.31
; opp. ἀπρέπεια, Pl.Phdr. 274b, al.; majesty,εὐ. τῆς δόξης LXX Je.23.9
, cf. Ep.Jac.1.11; dignity, SIG880.19 (Pizus, iii A.D.);ἐστεφάνωσε ἁ πόλις.. -είας καὶ εὐνοίας ἕνεκα τᾶς ἐς τὰν πόλιν IG4.1418
(Epid., iv B.C.).II speciousness, plausibility,εὐπρεπείᾳ λόγου Th. 3.11
,82;ἔχει.. εὐπρέπειαν μᾶλλον ἢ ἀλήθειαν Pl.Euthd. 305e
; pretext, c. inf., Plu.Pyrrh.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπρέπεια
-
19 εὐρύς
εὐρύς, εὐρεῖα, εὐρύ, [dialect] Ion. fem. εὐρέᾰ (not εὐρέη) Hdt.1.178, cf. Theoc. 7.78; [dialect] Aeol. fem.Aεὔρηα Alc.Supp.12.5
: gen. εὐρέος, είας, έος: acc. sg. εὐρύν, (in Hom.) sts. εὐρέᾰ (v. infr.): gen. εὐρέος as fem., Asius 13, Opp.C.3.323: so nom. pl.εὐρέες AP9.413
(Antiphil.):—wide, broad,οὐρανὸν εὐρύν Il.3.364
, al.;εὐρεῖα χθών 4.182
, al.;εὐρέα πόντον 6.291
;εὐρέα κόλπον 18.140
, al.;εὐ. σχεδίη Od.5.163
;ὦμοι Il.3.210
, Od.18.68,al. ([comp] Comp. );μετάφρενον 10.29
;σάκος 11.527
;τεῖχος 12.5
;ὁδὸς εὐρυτέρη 23.427
; εὐρὺν ἀγῶνα (v. ἀγών) ; κατά, ἀνά, μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν, 1.229, 384, 478: freq. in [dialect] Ep. and Lyr., rare in Trag. (exc. in lyr.); in iambic trimeters, E.Fr. 921;ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ στενόν Ar. Eq. 720
; not common in Prose (never in Papyri),εὐ. τάφρος Hdt.1.178
; κόθορνοι εὐρύτατοι loose boots, Id.6.125;οἰκίαι X.An.4.5.25
; ; φλέβες εὐρύτεραι, opp. λεπτότεραι, Diog.Apoll.6, cf. Pl.Ti. 66d;πόροι Thphr.CP3.11.2
;κατὰ στενότερα καὶ εὐρύτερα Pl.Phd. 111d
. -
20 θεραπεία
A service, attendance:I of persons, θ. τῶν θεῶν service paid to the gods, Pl. Euthphr. 13d, cf. E.El. 744 (lyr.);θεῶν καὶ ἡρώων θεραπεῖαι Pl.R. 427b
, etc.;ἡ περὶ τοὺς θεοὺς θ. Isoc.11.24
; ἀγυιάτιδες θ. worship of Apollo Agyieus, E. Ion 187;τὴν θ. ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arist.Pol. 1329a32
;θ. τῆς μήνιδος Jul.Or.5.159b
: abs.,πᾶσαν θ. ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος Pl.Phdr. 255a
, cf. Antipho 4.2.4; of parents,γονέων θεραπείας καὶ τιμάς Pl.Lg. 886c
, cf. Gorg.Fr.6 D.; of children, nurture, care,μικροὺς παῖδας θεραπείας δεομένους Lys.13.45
;θ. καὶ ἐσθής X.Mem.3.11.4
; θ. σώματος, ψυχῆς, Pl.Grg. 464b, La. 185e.2 service done to gain favour, paying court,θ. τοῦ κοινοῦ καὶ τῶν αἰεὶ προεστώτων Th.3.11
;ἐν θεραπείᾳ ἔχειν πολλῇ Id.1.55
;πάσῃ θεραπείᾳ θεραπεύειν τινά X.HG 2.3.14
;θεραπείαις προσαγαγέσθαι Isoc.3.22
;τῇ θ. ψυχαγωγούμενος D.59.55
.II medical or surgical treatment or cure, χειρός, ποδός, Hp.l.c.; αἱ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θ. αἱ διὰ καύσεων γιγνόμεναι cures by cautery, Pl.Prt. 354a; ἡ ἐκ τῶν γραμμάτων θ. treatment secundum artem, Arist.Pol. 1287a40, cf. Gal.1.400, etc.;τῶν καμνόντων Pl.Prt. 345a
, cf. Th.2.51, Phld.Ir.p.21 W.;τοῦ σώματος Id.Lib.p.19
O., Vit.Philonid.p.9 C.; healing,θεραπείας ἐπιτυχών Sammelb. 1537b
: in pl., cures,ἰατρὸς ποιεῖ -είας POxy.1r
.13.2 of plants, cultivation, Pl.Tht. 149e, Thphr.HP2.2.12.4 preparation of fat for medical use, Dsc.2.76.IV in collective sense, body of attendants, retinue, Hdt.1.199, 5.21, 7.184, LXXGe. 45.16;σὺν ἱππικῇ θ. X.Cyr.4.6.1
;ὁ ἐπὶ τῆς θ. τεταγμένος Plb.4.87.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπεία
- 1
- 2
См. также в других словарях:
.είας — εἴᾱς , ἐάω suffer imperf ind act 2nd sg (epic) εἴᾱς , ἐάω suffer imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴας — εἴᾱς , ἐάω suffer imperf ind act 2nd sg (epic) εἴᾱς , ἐάω suffer imperf ind act 2nd sg εἴᾱς , ἐάω suffer imperf ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)