Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Έρμαΐς

См. также в других словарях:

  • ερμαΐς — ἑρμαΐς, ἡ (Α) [Ερμής] (ως θηλ. τού ερμαίος) αυτή που πήρε το όνομά της από τον Ερμή («ἑρμαΐς κρήνη») …   Dictionary of Greek

  • Ἑρμαῖς — Ἑρμῆς pillar surmounted by bust masc dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑρμαίδα — Ἑρμαίς called after fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσσωρεύω — ΜΑ 1. τοποθετώ σε σωρό κάτι ακόμη («προσσωρεύουσι τοῑς ἑρμαῑς τοὺς λίθους», Κορνούτ.) 2. αποθηκεύω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σωρεύω «αποθηκεύω, στοιβάζω»] …   Dictionary of Greek

  • Ἑρμ' — Ἑρμαί , Ἑρμαίς called after fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»