-
1 ερμ'
ἑρμί, ἑρμίςbedpost: masc voc sg——————Ἕρμε, Ἕρμοςmasc voc sg——————ἕρμα, ἕρμα 1prop: neut nom /voc /acc sgἕρμα, ἕρμα 2prop: neut nom /voc /acc sg -
2 Ερμ'
-
3 Ἑρμ'
-
4 ἑρμ'
Βλ. λ. ερμ' -
5 ἕρμ'
Βλ. λ. ερμ' -
6 Ἕρμ'
Βλ. λ. ερμ' -
7 ἑρμ-αφρόδιτος
ἑρμ-αφρόδιτος, ὁ, ein Hermaphrodit, Zwitter, mit beiderlei Geschlechtsgliedern, Luc. u. a. Sp. Vgl. nom. pr.
-
8 ἑρμ-αγέλη
-
9 ἑρμ-οῦχος
ἑρμ-οῦχος, ἡ, Hermenträgerinn, so hieß eine Statue der Demeter in Delphi, Polem. Ath. X, 416 b.
-
10 Ἑρμαθήνη
Ἑρμ-ᾰθήνη, ἡ,A terminal bust (cf.Ἑρμῆς 1.2
) with head of Athena, Cic.Att.1.1.5, 1.4.3; so of busts with heads of other divinities, of Eros, [suff] Ἑρμ-έρως, Plin.HN36.33 (pl.); of Heracles, [suff] Ἑρμ-ηρακλῆς, Cic.Att.1.10.3, Milet.1(7) No.305; of Pan, cf. Ἑρμόπαν. (Cic.Att.1.4.3 appears to explain Hermathena as a Janus-like bust of Hermes and Athena; this is perh. a pun, but cf.Ἑρμῆς 1.2
.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑρμαθήνη
-
11 ἑρμαϊσταί
ἑρμ-αϊσταί, οἱ,A worshippers of Hermes, IG12 (1).162 ([place name] Rhodes), Inscr.Cos156; = Lat. Mercuriales, SIG726.1 (Delos, i B.C.). (Written Ἑρμαιισταί, Exploration archéologique de Délos7(1).118.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρμαϊσταί
-
12 ἑρμαιών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρμαιών
-
13 ἑρμασμός
ἑρμ-ασμός, ὁ,A supporting, Id.Fract.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρμασμός
-
14 Ἑρμαφρόδιτος
Ἑρμ-αφρόδῑτος, ὁ,A Hermaphrodite, or person partaking of the attributes of both sexes, so called from Hermaphroditus, son of Hermes and Aphrodite, D.S.4.6, Luc.DDeor.23.1, Ptol.Tetr. 124, Gal.4.619.2 as Adj.,ἑ. πάθος Leonid.
ap. Paul.Aeg.6.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἑρμαφρόδιτος
-
15 ἑρμαῖος
A called after Hermes, Ἑ. λόφος, in Ithaca, Od.16.471 (expl. as = ἕρμαξ by Sch. ad loc.);Ἑ. λέπας Λήμνου A.Ag. 283
, cf. S.Ph. 1459 (anap.).2 of Hermes, Λύρη, the constellation Lyra, Arat.674; Ἑρμαῖος, ὁ (sc. μήν), month at Argos, etc., Polyaen.8.33; in Boeotia, IG7.289, al.; in the Aetolian league, GDI1745, al.; cf. Ἑρμαιών.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑρμαῖος
-
16 ἕρμαιον
ἕρμ-αιον, τό, prop.A gift of Hermes, i.e. unexpected piece of luck, godsend, wind-fall, treasure-trove (cf. Ἑρμῆς II), S.Ant. 397; ἕ. ἂν ἦν τινι c. inf., Pl.Phd. 107c, R. 368d;ἕ. ἂν εἴη ἡμῖν, εἰ.. Id.Smp. 176c
;ἑρμαίῳ ἐντετυχηκέναι Id.Grg. 386e
; ἕ. ἡγήσασθαι, ποιεῖσθαί τι, Id.Smp. 217a, Grg. 489c;νομίζειν D.38.6
.2 = ἕρμαξ, Sch.Od.16.471.4 = ἠρύγγη, Ps.-Dsc.3.21; = ἀλόη, ib.22.II Ἕρμαια (sc. ἱερά), τά, festival of Hermes, Pl.Ly. 206d, Aeschin.1.10, IG22.1227 (ii B.C.), Durrbach Choix d' inscrr. de Délos 117 (ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἕρμαιον
-
17 ἕρμασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἕρμασις
-
18 ἕρμασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἕρμασμα
-
19 ἑρμαγέλη
ἑρμ-αγέλη, ἡ, eine Hermesherde -
20 ἑρμαφρόδιτος
ἑρμ-αφρόδιτος, ὁ, ein Hermaphrodit, Zwitter, mit beiderlei Geschlechtsgliedern
См. также в других словарях:
Ἑρμ' — Ἑρμαί , Ἑρμαίς called after fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑρμ' — ἑρμί , ἑρμίς bedpost masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕρμ' — Ἕρμε , Ἕρμος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕρμ' — ἕρμα , ἕρμα 1 prop neut nom/voc/acc sg ἕρμα , ἕρμα 2 prop neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάω — (I) λάω (Α) 1. (λ. αμφβλ. ερμ.) βλέπω ή, κατ άλλους, αρπάζω, συλλαμβάνω, ή, κατ άλλους, τρώγω με απόλαυση (α. «κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν, ἀσπαίροντα λάων» ο σκύλος κρατούσε το μικρό πολύχρωμο ελάφι: i. βλέποντάς το να σπαράζει ii. αρπάζοντάς το… … Dictionary of Greek
πανάκτειος — πανάκτειος, ον (Α) 1. (πιθ. ερμ.) αυτός που φύεται σε όλη την ακτή («πανάκτειος κονίλη», Νίκ.) 2. (κατά δ. ερμ.) αυτός που θεραπεύει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναφορικά προς την πρώτη πιθανή ερμηνεία της λ. < παν * + ἀκτή, ενώ αναφορικά προς τη… … Dictionary of Greek
ρωτόπλασμα — το, Ν 1. βιολ. α) (κατά παλαιότερη ερμ.) η βασική ουσία τής ζωντανής ύλης στην οποία οφείλονται όλες οι ζωτικές διαδικασίες β) (κατά τη σύγχρονη ερμ.) η θεμέλια ουσία τού κυτταροπλάσματος 2. βοτ. ουσία τού πρωτοπλάστη τών κυττάρων, η οποία… … Dictionary of Greek
-ίνα — κατάλ. θηλ. ον. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από τη λατ. κατάλ. ina κύριων ον. λατ. προελεύσεως, ορισμένα από τα οποία εμφανίζονται και στην Ελληνική (πρβλ. Παυλ ίνα < Paul ina). Στη συνέχεια, η κατάλ. ίνα επεκτάθηκε και σε άλλες… … Dictionary of Greek
Ερμάδιον — Ἑρμάδιον και Ἑρμάριον, τὸ (Α) 1. υποκορ. τού ονόμ. Ερμής, θωπευτική προσφώνηση τού Ερμή («ὦ φίλτατον Ἑρμάδιον, μή καταλίπῃς με», Λουκιαν.) 2. υποκορ. τών Ερμών, τών λίθινων προτομών τού Ερμή, οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως οδοδείκτες. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Ερμόπαν — Ἑρμόπαν, ὁ (Α) θεότητα που είχε τις ιδιότητες τού Ερμή και τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. Ερμ. τού Ερμής + συνδετικό φωνήεν ο + Παν] … Dictionary of Greek
Νειλείον — Νειλεῑον, τὸ (Α) ιερό προς τιμήν τού Νείλεω ή Νειλέως, οικιστή τής Μιλήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Νειλεύς + κατάλ. εῖον (πρβλ. Ερμ είον)] … Dictionary of Greek