Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πόροι

См. также в других словарях:

  • Πόροι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού, όπου βρίσκονται και άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, ο Άγιος Δημήτριος (υψόμ. 100 μ.) και οι Νέοι Πόροι …   Dictionary of Greek

  • πόροι — πόρος means of passing a river masc nom/voc pl πόροῑ , πόρω furnish aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανθρώπινοι πόροι — Οι πόροι που έχουν σχέση με την ανάπτυξη των ικανοτήτων αλλά και των αναγκών και των επιθυμιών του ανθρώπινου δυναμικού κάθε περιοχής της Γης. Μεταβάλλονται συνεχώς στον χώρο και τον χρόνο και, σε συνδυασμό με τους φυσικούς πόρους και το υπάρχον… …   Dictionary of Greek

  • ζυγωματικοί πόροι — Δύο πόροι που σχηματίζονται στην κογχική επιφάνεια κάθε ζυγωματικού οστού, μέσα από τους οποίους διακλαδίζεται το ζυγωματικό νεύρο. Διακρίνονται στον ζυγωματοπροσωπικό και στον ζυγωματοκροταφικό πόρο, ανάλογα με το νεύρο το οποίο περνά από αυτούς …   Dictionary of Greek

  • άδηλοι πόροι — Συναλλαγματικά έσοδα, που δεν προέρχονται από εξαγωγή εμπορευμάτων, αλλά από προσφορά υπηρεσιών, για παράδειγμα ναυτιλία, τουρισμός, εμβάσματα μεταναστών κλπ …   Dictionary of Greek

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • σήραγγα — Υπόγειο τμήμα σιδηροδρομικής γραμμής, τροχιόδρομου ή δρόμου. Οι σήραγγες διασχίζουν υψώματα, προστατεύουν τις σιδηροδρομικές γραμμές ή τους δρόμους σε εδάφη που κατολισθαίνουν ή διοχετεύουν την κίνηση των οχημάτων κάτω από την επιφάνεια των… …   Dictionary of Greek

  • Neoi Poroi — The beach of Neoi Poroi. Neoi Poroi (Greek: Νέοι Πόροι) (new resources) is a coastal village, on the southernmost coast of Pieria, near the traditional village of Παλαιοί Πόροι , Paleoi Poroi (old resources) and the vast and scenic wetlands in… …   Wikipedia

  • εκφορητικός — ή, ό(ν) αυτός με τον οποίο μεταφέρεται κάτι ή κάποιος προς τα έξω, με τον οποίο πραγματοποιείται η αποχέτευση υγρών, αποχετευτικός («εκφορητικοί πόροι») οι πόροι που αποχετεύουν το έκκριμα τών αδένων …   Dictionary of Greek

  • χαλαρός — ή, ό / χαλαρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που δεν είναι τεντωμένος ή σφιχτός, αυτός που είναι άτονος, πλαδαρός (α. «χαλαρή ζώνη» β. «χαλαρό δέρμα» γ. «χαλαρά... ὑποδήματα... γοῡν χαίρεις φορῶν», Αριστοφ. δ. «ἀφίεσαν τὴν δοκὸν χαλαραῑς ταῑς ἁλύσεσιν», Θουκ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»