-
1 Δηλ'
-
2 Δῆλ'
-
3 δηλ'
δῆλα, δῆλοςDelos: neut nom /voc /acc plδῆλα, δῆλοςDelos: neut nom /voc /acc plδῆλε, δῆλοςDelos: masc voc sgδῆλε, δῆλοςDelos: masc /fem voc sgδῆλαι, δῆλοςDelos: fem nom /voc pl -
4 δῆλ'
δῆλα, δῆλοςDelos: neut nom /voc /acc plδῆλα, δῆλοςDelos: neut nom /voc /acc plδῆλε, δῆλοςDelos: masc voc sgδῆλε, δῆλοςDelos: masc /fem voc sgδῆλαι, δῆλοςDelos: fem nom /voc pl -
5 δηλέομαι
δηλ-έομαι (A), [dialect] Dor. [pref] δᾱλ- Theoc.15.48: [tense] fut. - ήσομαι: [tense] aor. ἐδηλησάμην: [tense] pf. δεδήλημαι, prob. in act. sense, E.Hipp. 175 (in pass. sense, Hdt.4.198, 8.100):I mostly of persons, hurt, do a mischief to, μήπως [ἵππους] δηλήσεαι, by accident, Il.23.428; also on purpose, ; ἠέ σε.. ἄνδρες ἐδηλήσαντο did thee a mischief, i.e. slew thee, Od.11.401; μή με.. δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ ([dialect] Ep. subj.) 22.368; of the sword, ῥινὸν δηλήσατο χαλκός ib. 278;ἄλλον δηλήσομαι, ἄλλον ὀνήσω h.Merc. 541
;δ. τινὰ ἔργμασι λυγροῖς Mimn.7
, = Thgn.795: in [dialect] Ion. Prose,ἵνα μὴ ἔχοιέν σφεας δηλέεσθαι Hdt.6.36
, cf. 7.51;πλεῖστόν σφεας ἐδηλέετο ἡ ἐσθής Id.9.63
;τοὺς.. ποτῷ δαλήσατο Κίρκα Theoc.9.36
.II of things, damage, spoil,καρπὸν ἐδηλήσαντ' Il.1.156
; so in Hdt.,γῆν δ. πολλά 4.115
;ἅλμην ἐπανθέουσαν, ὥστε καὶ τὰς πυραμίδας δηλέεσθαι Id.2.12
: freq. in Hom. in the phrase, ὅρκια δηλήσασθαι violate a truce, Il.3.107, al.; of thieves, μή τις.. δηλήσεται ([dialect] Ep. subj.) should steal them, Od.8.444, cf. 13.124.2 abs., to do mischief, be hurtful,ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται Il.14.102
: c. acc. cogn., ἠδ' ὅσα.. ἄνδρες ἐδηλήσαντο all the mischief they did, Od.10.459. ([dialect] Ep., [dialect] Ion., and rarely [dialect] Dor., Theoc. Il. cc.; cf. δάλλει, πανδάλητος, and perh. ἀδαλές.)------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλέομαι
-
6 δηλήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλήεις
-
7 δήλημα
-
8 δηλήμων
A baneful, noxious,βροτῶν δηλήμονα πάντων Od.18.85
, al.; ὄφιες ἀνθρώπων οὐδαμῶς δηλήμονες doing men no hurt, Hdt.2.74, cf. 3.109: abs., of the gods,σχέτλιοί ἐστε, θεοί, δηλήμονες Il.24.33
(in Od.5.118 nearly all codd. give ζηλήμονες): in late Prose, Jul.Or.2.87a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλήμων
-
9 δήλησις
A mischief,μὴ κλῶπες ἐπὶ δηλήσι φανέωσι Hdt.1.41
, cf. 4.112;ἀλεξητήριον τῆς δ. Thphr.HP7.13.4
; injury of health,ἐπὶ δηλήσι Hp.Jusj.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δήλησις
-
10 δηλητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλητήρ
-
11 δηλητήριος
δηλ-ητήριος, ον,2 δηλητήριον (sc. φάρμακον), τό, poison, Hp.Ep.19 ( Hermes 53.69), Plu. 2.662c, Hdn.1.17.10, Lib.Or.64.33;τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δ. Porph.Abst.3.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλητήριος
-
12 δηλητηριώδης
δηλ-ητηριώδης, ες,A noxious, Dav.Proll.32.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλητηριώδης
-
13 δηλόω
Aδηλωθήσομαι Th.1.144
; δηλώσομαι in pass. sense, S.OC 581;δεδηλώσομαι Hp.Art.45
, Diog.Apoll.4:— make visible or manifest, show, exhibit,τὸν ἄνδρ' Ἀχαιοῖς δ. S.Ph. 616
;ποῖον ὄμμα πατρὶ δηλώσω; Id.Aj. 462
: with inf. added, , etc.:—[voice] Pass., to be or become manifest, Id.OC 581, etc.2 make known, disclose, reveal, A.Pers. 519, S.OT77, etc.; prove, Id.OC 146, Th.1.3;δηλοῖ ὁ λόγος ὅτι.. Democr.7
;αὐτὸ δηλώσει D.19.157
; explain, set forth, Th.2.62; signify, ἐδήλουν οὐδὲν ὅτι ἴσασιν gave no sign of knowing, Id.4.68: indicate,τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας Id.1.10
, etc. Construct.: mostlyδ. τινί τι Antipho 1.30
; δ. τι πρός or εἴς τινα, S.Tr. 369, Th.1.90;δ. περί τινος Lys.10.7
;τινὶ περί τι Isoc.11.9
: c. acc. et inf., SIG888.52 (Scaptopara, iii A. D.): folld. by a relat. clause,δ. ὅτι S.El. 1106
, Hdt.2.149, cf. 1.57, etc.; ;δ. περί τινος, ὡς.. Th.1.72
, 73: c. acc. et part.,σκευή τε γάρ σε καὶ τὸ δύστηνον κάρα δηλοῦτον.. ὄνθ' ὃς εἶ S.OC 555
; ὥς σε δηλώσω κακόν [ὄντα] ib. 783, cf. Ant. 471: c. part. nom., referring to the subject, δηλώσω πατρὶ μὴ ἄσπλαγχνος γεγώς I will show my father that I am no dastard, Id.Aj. 472; δηλοῖς.. τι καλχαίνουσ' ἔπος thou showest that thou art pondering.., Id.Ant.20; δηλοῖς ὥς τι σημανῶν ib. 242; δηλώσω οὐ παραγενόμενος I will show that I was not present, Antipho 2.4.8;δηλώσει μείζων γεγενημένος Th.1.21
; alsoΛιβύη δηλοῖ ἑωυτὴν ἐοῦσα περίρρυτος Hdt.4.42
;ἑαυτὸν ἐδήλωσεν ὅστις ἦν D.H.3.48
.II intr., to be clear or plain,δηλοῖ ὅτι οὐκ Ὁμήρου τὰ Κύπρια ἔπεά ἐστι Hdt.2.117
;δηλοῖ δὲ ταῦτα.. ὅτι οὕτως ἔχει Pl.Grg. 483d
;δηλώσει ἡ ἔχθρα ὅταν πρῶτον.. And.4.12
; to be significant, possess a meaning, c. dat., Pl.Cra. 434c. -
14 δήλωμα
-
15 δήλωσις
A pointing out, explanation, Th.1.73;αἰσθήσει ἢ δηλώσει Pl.Min. 314a
;ἡ τῶν ὄντων λόγῳ δ. Id.Plt. 287a
; δ. ποιεῖσθαι, = δηλοῦν, Th.4.40.4 interpretation, ib.Da.2.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δήλωσις
-
16 δηλωτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλωτέον
-
17 δηλωτικός
A indicative,τινός Hp.Acut.42
, Arist.Phgn. 808b30, D.H. Comp.16: abs., notificatory, PMonac.2.15 (vi A. D.). Adv. - κῶς Aen. Tact.14.2.2 expressive, of dancing, Poll.4.96.3 visible, PMag.Berol.1.259.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλωτικός
-
18 δηλωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλωτός
-
19 βούλομαι
βούλομαι ([dialect] Ep. also [full] βόλομαι, q. v.), [dialect] Dor. [pref] βώλ- (q. v.), [dialect] Aeol. [pref] βόλλ- (v. βόλομαι), Thess. [pref] βέλλ- IG9(2).517.20, [dialect] Boeot. [pref] βείλ- ib.7.3080, [pref] βήλ- SIG1185.18 (Tanagra, iii B. C.), [dialect] Locr.and Delph. [pref] δείλ- IG9(1).334.3, GDI2034.10, Coan, etc. [pref] δήλ- (q. v.), [dialect] Ion. [ per.] 2sg.Aβούλεαι Od.18.364
, Hdt.1.11: [tense] impf.ἐβουλόμην Il.11.79
, etc.; , D.1.15, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. ἐβουλέατο codd. in Hdt.1.4, 3.143: [tense] fut.βουλήσομαι A.Pr. 867
, S.OT 1077, etc.; later [tense] fut. βουληθήσομαι v.l. in Aristid.Or.48(24).8, Gal.13.636: [tense] aor. ἐβουλήθην, also ἠβ- (v. infr.), , IG22.1236, etc., but [dialect] Ep. [tense] aor. subj. [ per.] 3sg. βούλεται (from Βόλς-ε-ται) Il.1.67: [tense] pf.βεβούλημαι D.18.2
; also βέβουλα ([etym.] προ-) Il.1.113 ( ἐβέβουλε dub. in Epigr. in Berl.Sitzb.1894.907):— forms with augm. ἠ- are found in [dialect] Att. Inscrr. from 300 B.C. onwards, as IG22.657, al., and occur frequently in Mss. as ἠβούλοντο v.l.in Th. 2.2, 6.79,ἠβούλου Hyp.Lyc.11
; said to be Ionic in An.Ox.2.374.— An [voice] Act. βούλητε ( = βούλησθε ) Mitteis Chr.361.10 (iv A. D.):—will, wish, be willing, Hom., etc.: usu. implying choice or preference (cf. IV) opp. ἐθέλω 'consent',εἰ βούλει, ἐγὼ ἐθέλω Pl.Grg. 522e
, cf. R. 347b, 437b;ἐὰν βούλῃ σὺ.. ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ Id.Alc.1.135d
; ; ; but ἐθέλω is also used = 'wish', λέξαι θέλω σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ βούλομαι, E.Alc. 281 (soἐθέλω εἰπεῖν Pl.Prt. 309b
, butφράσαι τι βούλομαι Ar.Pl. 1090
): Hom. uses βούλομαι for ἐθέλω in the case of the gods, for with them wish is will: ἐθέλω is more general, and is sts. used where βούλομαι might have stood, e.g. Il. 7.182.—Construct.: mostly c. inf., , etc.; sts. c. inf. [tense] fut., Thgn.184; c. acc. et inf., Od.4.353, and freq. in Prose: when βούλομαι is folld. by acc. only, an inf. may generally be supplied, as καί κε τὸ βουλοίμην (sc. γενέσθαι) Od.20.316; ἔτυχεν ὧν ἐβούλετο (sc. τυχεῖν) Antiph.18.6; πλακοῦντα β. (sc. σε λέγειν) Id.52.11; καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ [Ποσειδάων] (sc. τοῦτο γενέσθαι) Il.15.51; so εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι) Ar.Ra. 1279; βουλοίμην ἄν (sc. τόδε γενέσθαι) Pl.Euthphr.3a.2 in Hom. of gods, c. acc. rei et dat. pers., Τρώεσσιν.. ἐβούλετο νίκην he willed victory to the Trojans, Il.7.21, cf. 23.682: later c. acc., τὸ βουλόμενον τὴν πολιτείαν πλῆθος that supports the constitution, Arist.Pol. 1309b17.II [dialect] Att. usages:1 βούλει or βούλεσθε folld. by Verb in subj., βούλει λάβωμαι; would you have me take hold? S.Ph. 761; βούλει φράσω; Ar.Eq.36, cf. Pl.Phd. 79a, R. 596a; ποῦ δὴ βούλει ἀναγνῶμεν; Id.Phdr. 228e.2 εἰ βούλει if you please, S.Ant. 1168, X.An.3.4.41; also εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, to express a concession, or if you like, Pl.Smp. 201a, etc.;εἰ μὲν β., φρονήσει, εἰ δὲ β., ἰσχύι Id.R. 432a
.3 ὁ βουλόμενος any one who likes, Hdt.1.54, Th.1.26, etc.;ἔδωκεν ἅπαντι τῷ βουλομένῳ D.21.45
; ὁ β. the 'common in former', Ar. Pl. 918 (whence, in jest, βούλομαι ib. 908); ὅστις βούλει who or which ever you like, Pl.Grg. 517b, Cra. 432a.4 βουλομένῳ μοί ἐστι, c. inf., it is according to my wish that.., Th.2.3;εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαι Pl.Grg. 448d
; alsoτὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν' ἔσται E.IA33
; τὸ κεἰνου βουλόμενον his wish, ib. 1270; but with pass. sense, τὸ β. the object of desire, Luc.Am.37, Plu.Art.28.5 τί βουλόμενος; with what purpose? Pl.Phd. 63a, D.18.172; ;S.
El. 1100.III mean, Pl.R. 362e, 590e, etc.; τί ἡμῖν βούλεται οὗτος ὁ μῦθος; (folld. by β. λέγειν ὡς ..) Id.Tht. 156c;τί β. σημαίνειν τὸ τέρας D.H.4.59
; βούλεται εἶναι professes or pretends to be, Pl.R. 595c;β. τὸ ὄνομα ἐπικεῖσθαι Id.Cra. 412c
; freq. in Arist., τὸ ἀκούσιον βούλεται λέγεσθαι οὐκ εἰ .. EN 1110b30; β. ἄσωτος εἶναι ὁ ἕν τι κακὸν ἔχων ib. 1119b34; β. ὁ πρᾶος ἀτάραχος εἶναι ib. 1125b33; tend to be,ἡ τοῦ ὕδατος φύσις β. εἶναι ἄχυμος Id.Sens. 441a3
; β. ἤδη τότε εἶναι πόλις ὅταν .. Id.Pol. 1261b12, cf. 1293b40; ἡ φύσις β. μὲν τοῦτο ποιεῖν πολλάκις, οὐ μέντοι δύναται ib. 1255b3, cf. GA 778a4, al.IV folld. by ἤ .., prefer, for βούλομαι μᾶλλον (which is more usu. in Prose), βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι I had rather.., Il.1.117, cf. 23.594, Od.3.232, 11.489, 12.350;β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν.. ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Hdt.3.40
; β. παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι (for πολὺν χρόνον, μᾶλλον ἤ ..) ib. 124, cf. E.Andr. 351; less freq. without ἤ.., πολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν I much prefer.., Il.1.112, cf. Od.15.88. (g[uglide]el-g[uglide]ol-, cf. the dialectic forms.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούλομαι
-
20 ἀδαλές
ἀδαλές· ὑγιές,, Hsch. [ᾱ, if from δαλέομαι, [dialect] Dor. for δηλ-.]
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Δῆλ' — Δῆλε , Δῆλος Delos fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δῆλ' — δῆλα , δῆλος Delos neut nom/voc/acc pl δῆλα , δῆλος Delos neut nom/voc/acc pl δῆλε , δῆλος Delos masc voc sg δῆλε , δῆλος Delos masc/fem voc sg δῆλαι , δῆλος Delos fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
Έλληνας — και Έλλην, ο (θηλ. Ελληνίδα, η) (AM Ἕλλην θηλ. ἑλληνίς, η και Α ἑλλανίς) αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή κατοικεί μόνιμα σε αυτήν νεοελλ. εκείνος που έχει ελληνική ιθαγένεια ή υπηκοότητα αρχ. μσν. 1. «ὁ ἐξ ἐθνῶν», ο Εθνικός, σε αντίθεση προς … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek
αδολέσχης — ο (Α ἀδολέσχης και ἀδόλεσχος, ον) φλύαρος, πολυλογάς, φαφλατάς αρχ. οξύς, διεισδυτικός, λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ως β συνθ. τής λ. θεωρείται η λ. λέσχη (= συνομιλία, συζήτηση). Σχετικά με το α συνθ. τής λ. υπάρχουν διαφωνίες και είναι αβέβαιης… … Dictionary of Greek
λυκάβας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Κενταύρους. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι όταν ο Πείριθος παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια, οι Κένταυροι προσπάθησαν να απαγάγουν αυτή και άλλες γυναίκες. Ο Λ. πρόλαβε και έφυγε από τη διαμάχη που… … Dictionary of Greek
μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… … Dictionary of Greek
παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει … Dictionary of Greek
περιβάλλον — Στη βιολογία, το σύνολο των συνθηκών στις οποίες διαβιούν οι οργανισμοί κατά τη διάρκεια του ζωικού κύκλου τους. Διακρίνουμε εξωτερικό π. (περιβάλλουσες συνθήκες) και εσωτερικό π. (συνθήκες λειτουργιών του οργανισμού). Οι σχέσεις μεταξύ… … Dictionary of Greek