-
1 δείλ'
-
2 δεῖλ'
-
3 δειλ'
δειλά, δειλόςcowardly: neut nom /voc /acc plδειλά̱, δειλόςcowardly: fem nom /voc /acc dualδειλά̱, δειλόςcowardly: fem nom /voc sg (doric aeolic)δειλέ, δειλόςcowardly: masc voc sgδειλαί, δειλόςcowardly: fem nom /voc pl -
4 δείλ'
δείλᾱͅ, δείληafternoon: fem dat sg (doric aeolic) -
5 δειλακρίνας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειλακρίνας
-
6 δειλακρίων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειλακρίων
-
7 δείλακρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δείλακρος
-
8 δειλανδρέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειλανδρέω
-
9 δείλανδρος
δείλ-ανδρος, ον,A cowardly, Hdn.Gr.1.204.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δείλανδρος
-
10 ἀπέδιλος
1 unshod ποι]κιλω[ν ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (]δειλ[ Π.: supp. et corr. Lobel: sc. Diomedes) fr. 169. 36. -
11 βούλομαι
βούλομαι ([dialect] Ep. also [full] βόλομαι, q. v.), [dialect] Dor. [pref] βώλ- (q. v.), [dialect] Aeol. [pref] βόλλ- (v. βόλομαι), Thess. [pref] βέλλ- IG9(2).517.20, [dialect] Boeot. [pref] βείλ- ib.7.3080, [pref] βήλ- SIG1185.18 (Tanagra, iii B. C.), [dialect] Locr.and Delph. [pref] δείλ- IG9(1).334.3, GDI2034.10, Coan, etc. [pref] δήλ- (q. v.), [dialect] Ion. [ per.] 2sg.Aβούλεαι Od.18.364
, Hdt.1.11: [tense] impf.ἐβουλόμην Il.11.79
, etc.; , D.1.15, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. ἐβουλέατο codd. in Hdt.1.4, 3.143: [tense] fut.βουλήσομαι A.Pr. 867
, S.OT 1077, etc.; later [tense] fut. βουληθήσομαι v.l. in Aristid.Or.48(24).8, Gal.13.636: [tense] aor. ἐβουλήθην, also ἠβ- (v. infr.), , IG22.1236, etc., but [dialect] Ep. [tense] aor. subj. [ per.] 3sg. βούλεται (from Βόλς-ε-ται) Il.1.67: [tense] pf.βεβούλημαι D.18.2
; also βέβουλα ([etym.] προ-) Il.1.113 ( ἐβέβουλε dub. in Epigr. in Berl.Sitzb.1894.907):— forms with augm. ἠ- are found in [dialect] Att. Inscrr. from 300 B.C. onwards, as IG22.657, al., and occur frequently in Mss. as ἠβούλοντο v.l.in Th. 2.2, 6.79,ἠβούλου Hyp.Lyc.11
; said to be Ionic in An.Ox.2.374.— An [voice] Act. βούλητε ( = βούλησθε ) Mitteis Chr.361.10 (iv A. D.):—will, wish, be willing, Hom., etc.: usu. implying choice or preference (cf. IV) opp. ἐθέλω 'consent',εἰ βούλει, ἐγὼ ἐθέλω Pl.Grg. 522e
, cf. R. 347b, 437b;ἐὰν βούλῃ σὺ.. ἐὰν θεὸς ἐθέλῃ Id.Alc.1.135d
; ; ; but ἐθέλω is also used = 'wish', λέξαι θέλω σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ βούλομαι, E.Alc. 281 (soἐθέλω εἰπεῖν Pl.Prt. 309b
, butφράσαι τι βούλομαι Ar.Pl. 1090
): Hom. uses βούλομαι for ἐθέλω in the case of the gods, for with them wish is will: ἐθέλω is more general, and is sts. used where βούλομαι might have stood, e.g. Il. 7.182.—Construct.: mostly c. inf., , etc.; sts. c. inf. [tense] fut., Thgn.184; c. acc. et inf., Od.4.353, and freq. in Prose: when βούλομαι is folld. by acc. only, an inf. may generally be supplied, as καί κε τὸ βουλοίμην (sc. γενέσθαι) Od.20.316; ἔτυχεν ὧν ἐβούλετο (sc. τυχεῖν) Antiph.18.6; πλακοῦντα β. (sc. σε λέγειν) Id.52.11; καὶ εἰ μάλα βούλεται ἄλλῃ [Ποσειδάων] (sc. τοῦτο γενέσθαι) Il.15.51; so εἰς τὸ βαλανεῖον βούλομαι (sc. ἰέναι) Ar.Ra. 1279; βουλοίμην ἄν (sc. τόδε γενέσθαι) Pl.Euthphr.3a.2 in Hom. of gods, c. acc. rei et dat. pers., Τρώεσσιν.. ἐβούλετο νίκην he willed victory to the Trojans, Il.7.21, cf. 23.682: later c. acc., τὸ βουλόμενον τὴν πολιτείαν πλῆθος that supports the constitution, Arist.Pol. 1309b17.II [dialect] Att. usages:1 βούλει or βούλεσθε folld. by Verb in subj., βούλει λάβωμαι; would you have me take hold? S.Ph. 761; βούλει φράσω; Ar.Eq.36, cf. Pl.Phd. 79a, R. 596a; ποῦ δὴ βούλει ἀναγνῶμεν; Id.Phdr. 228e.2 εἰ βούλει if you please, S.Ant. 1168, X.An.3.4.41; also εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, to express a concession, or if you like, Pl.Smp. 201a, etc.;εἰ μὲν β., φρονήσει, εἰ δὲ β., ἰσχύι Id.R. 432a
.3 ὁ βουλόμενος any one who likes, Hdt.1.54, Th.1.26, etc.;ἔδωκεν ἅπαντι τῷ βουλομένῳ D.21.45
; ὁ β. the 'common in former', Ar. Pl. 918 (whence, in jest, βούλομαι ib. 908); ὅστις βούλει who or which ever you like, Pl.Grg. 517b, Cra. 432a.4 βουλομένῳ μοί ἐστι, c. inf., it is according to my wish that.., Th.2.3;εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαι Pl.Grg. 448d
; alsoτὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν' ἔσται E.IA33
; τὸ κεἰνου βουλόμενον his wish, ib. 1270; but with pass. sense, τὸ β. the object of desire, Luc.Am.37, Plu.Art.28.5 τί βουλόμενος; with what purpose? Pl.Phd. 63a, D.18.172; ;S.
El. 1100.III mean, Pl.R. 362e, 590e, etc.; τί ἡμῖν βούλεται οὗτος ὁ μῦθος; (folld. by β. λέγειν ὡς ..) Id.Tht. 156c;τί β. σημαίνειν τὸ τέρας D.H.4.59
; βούλεται εἶναι professes or pretends to be, Pl.R. 595c;β. τὸ ὄνομα ἐπικεῖσθαι Id.Cra. 412c
; freq. in Arist., τὸ ἀκούσιον βούλεται λέγεσθαι οὐκ εἰ .. EN 1110b30; β. ἄσωτος εἶναι ὁ ἕν τι κακὸν ἔχων ib. 1119b34; β. ὁ πρᾶος ἀτάραχος εἶναι ib. 1125b33; tend to be,ἡ τοῦ ὕδατος φύσις β. εἶναι ἄχυμος Id.Sens. 441a3
; β. ἤδη τότε εἶναι πόλις ὅταν .. Id.Pol. 1261b12, cf. 1293b40; ἡ φύσις β. μὲν τοῦτο ποιεῖν πολλάκις, οὐ μέντοι δύναται ib. 1255b3, cf. GA 778a4, al.IV folld. by ἤ .., prefer, for βούλομαι μᾶλλον (which is more usu. in Prose), βούλομ' ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι I had rather.., Il.1.117, cf. 23.594, Od.3.232, 11.489, 12.350;β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν.. ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Hdt.3.40
; β. παρθενεύεσθαι πλέω χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι (for πολὺν χρόνον, μᾶλλον ἤ ..) ib. 124, cf. E.Andr. 351; less freq. without ἤ.., πολὺ βούλομαι αὐτὴν οἴκοι ἔχειν I much prefer.., Il.1.112, cf. Od.15.88. (g[uglide]el-g[uglide]ol-, cf. the dialectic forms.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούλομαι
-
12 δείλη
δείλη, ἡ,A afternoon (δ. ἡμέρας τελευτή Pl.Def. 411b
),ἔσσεται ἢ ἠὼς ἢ δείλη ἢ μέσον ἦμαρ Il.21.111
: divided into early and late ( πρωΐα and ὀψία), περὶ δείλην πρωΐην γενομένην Hdt.8.6
(opp. δ. ὀψίην, ib.9);δείλης ὀψίης Id.7.167
, cf. D.57.9;περὶ δείλην ἤδη ὀψίαν Th.8.26
; laterπερὶ δ. ἑσπέραν Ph.2.533
, Hdn.3.12.7.II δ. alone,1 early afternoon,δείλῃ δὲ τέμνεται ὀπώρα S.Fr. 255
;ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας.., ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο X.An.1.8.8
; ἀμφὶ δείλην ib.2.2.14 (opp. ὀψέ, ib.16);περὶ δείλην Hdt.9.101
, Th.4.69, 103; ἀπὸ δείλης from the hour of afternoon, Arist.HA 564a19; in the course of the afternoon,X.
An.7.3.10; but also,b late afternoon, τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον.. ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο ib.3.3.11; ἡνίκα ἦν δ., opp. τῆς νυκτός, ib.3.4.34, cf.4.2.1,7.2.16;μέχρι δείλης ἐξ ἑωθινοῦ Id.HG1.1.5
, cf. 4.1.22;ἀπ' ἠοῦς μέχρι δείλης Pl.Def. 411a
; ἕωθεν καὶ δείλης early in the morning and late in the evening, Arist.Fr. 531;πρὸς τὴν δείλην Id.HA 596a23
; δείλαν alone, Theoc.10.5.2 in late Prose, any time of day, περὶ μεσημβρίαν δ. about mid-day, Ach.Tat.3.2.b apparently, day, opp. night, δείλ (η) ς ἐργ ([etym.] άταις) PLond.1.131r44 (ii A.D.), cf. 244. -
13 κροκόδιλος
A hzard, acc. to Hdt.2.69, etc.; κ. τριπήχεες χερσαῖοι, of the desert monitor, genus Varanus, Id.4.192; of other lizards, Arist.Fr. 362, LXX Le.11.30, Ael.NA1.58; κ. μικρός, in a fountain at Chalcedon, Str.12.4.2; cf. [full] κροκύδιλος Hippon.119 (- δειλ- Eust.; [full] κρεκύδειλος Et.Gen.in Indogerm.Forsch.15.7).2 crocodile found in the Nile, Hdt.2.68 sq.; also in Indian rivers, Id.4.44, cf. Ael.NA12.41;ὁ κ. ὁ ποτάμιος Arist.HA 492b24
, cf. 558a18. (Correctly written [full] κροκόδιλος PCair.Zen.354.13, 443.4 (iii B. C.), PTeb.63.25 (ii B. C.), etc.; later [suff] κροκό-δειλος PAmh.2.45.8 (ii B. C.), etc., freq. in codd.; [full] κορκόδιλος PCair.Zen.379.5 (iii B. C.); [full] κορκότιλος Stud.Pal.20.75 ii 16 (iii/iv A. D.); [full] κορκόδριλλος and [var] Dim. [full] κορκοδρίλλιον, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκόδιλος
-
14 ἔμπαιος
ἔμπαιος (A), ον,A knowing, practised in, c.gen., οὐδέ τι ἔργων ἔμπαιον οὐδὲ βίης [penult. short] Od.20.379;κακῶν ἔμπαιος ἀλήτης 21.400
;ἔ. δρόμων Lyc.1321
.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπαιος
См. также в других словарях:
δειλ' — δειλά , δειλός cowardly neut nom/voc/acc pl δειλά̱ , δειλός cowardly fem nom/voc/acc dual δειλά̱ , δειλός cowardly fem nom/voc sg (doric aeolic) δειλέ , δειλός cowardly masc voc sg δειλαί , δειλός cowardly fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεῖλ' — δεῖλαι , δείλη afternoon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείλ' — δείλᾱͅ , δείλη afternoon fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
κένανδρος — κένανδρος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που δεν έχει άνδρες («πόλιν κένανδρον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ανδρος (< ἀνήρ), πρβλ. δείλ ανδρος, μεγάλ ανδρος] … Dictionary of Greek
κακόανδρος — κακόανδρος, ον (Α) άνανδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. δείλ ανδρος, φίλ ανδρος] … Dictionary of Greek