Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κορυφᾶν

См. также в других словарях:

  • Κορυφᾶν — Κορυφή head fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφᾶν — κορυφή head fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυφάν — Κορυφά̱ν , Κορυφή head fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφάν — κορυφά̱ν , κορυφή head fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»